Παρτ 2

467 13 3
                                    


Δυστυχώς η επόμενη  μέρα ήρθε. Η μητέρα μου με ξύπνησε ανοίγοντας τα φώτα του δωμάτιο μου. Σηκώθηκα Ειδη με νεύρα και άρχισα να ετοιμάζομαι. Αφού ετοιμάστηκα πήγα κάτω για να φάω κάτι. Πήρα ένα μήλο, την τσάντα μου και έφυγα για το σπίτι της Μαρίας. 

Χτύπησα το κουδούνι της εξώπορτας της και περίμενα να βγει. «Καλημέρα!» Είπε χαρούμενα πάντα. «Καλημέρα» είπα καθώς την αγκάλιασα πίσω. « πάμε;» Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και ξεκινήσαμε για το καινούριο σχολείο.

Μόλις φτάσανε η Μαρία άφησε ένα επιφώνημα ενθουσιασμού, σε αντίθεση με εμένα που απλά ήθελα να πεθάνω απο τώρα. Είπα καθώς προχώρησα στην είσοδο. « δεν σε βλέπω ενθουσιασμένη» είπε η Μαρία. « ναι γιατί δν είμαι » απάντησα. Σύντομα βρήκαμε την ταξί μας. Το Β5. Ευτυχώς ο καθηγητής δεν είχε έρθει όποτε εγώ και η Μαρία πιάσαμε το προτελευταίο θρανίο για να βλέπω αφού είμαι και λίγο γκαβό. Μετά από λίγα λεπτά ήρθαν και κάποια παιδιά. Μπήκε ο καθηγητής μέσα και όλοι κάθισαν κάτω. Είδη νιώθω ότι δεν θα ταιριάξω σε αυτήν την τάξη.

«Εντάξει παιδιά ησυχία όλοι, οι καινούριες μαθήτριες να σηκωθούν να πουν να ονόματα τους». Είπε ο καθηγητής. Αναστέναξα βαριεστημένα και σηκώθηκα σιγά μάζι με την Μαρία. 

«Γεια σας, με λένε Μαρία Αγγελοπούλου, και αυτή είναι η Αννα η κολλητή μου και ήρθαμε από Αθήνα για προσωπικούς λόγους». Πάλι καλά δν χρειάζεται να μιλήσω, τα πε όλα η Μαρία. Ο καθηγητής μας έκανε νόημα να καθίσουμε και το κάναμε. Καθώς το μάθημα προχωρούσε κανονικά ξαφνικά ο μπροστινός μας γυρνάει και μας κοιτάζει με ένα παράξενο βλέμμα. «Γιάννης» δίνει πρώτα το χέρι του σε έναν για χειραψία, του το ανταποδίδω. «Αννα» πετάω ξερά. Έπειτα η Μαρία και ο Γιάννης άρχισαν να μιλάνε. Εγώ όμως είχα φύγει από την συζήτηση εδώ και ώρα, το μυαλό μου ταξίδευε σε αλλά,αδιάφορα πράγματα.

Όταν χτύπησε το κουδούνια για διάλλειμα ανακουφιστικά. « θα σε δω μετά» είπα στην Μαρία, άρπαξα την τσάντα μου και βγήκα στο προαύλιο, αμέσως βρήκα το πιο απομονωμένο μέρος για να καπνίσω. Ανοίγω την τσάντα μου και βρίσκω τα τσιγάρα μου αλλά όχι ανάπηρα. Ξεφουρνίζω μερικές βρισιές. Βλέπω ένα αγόρι πιο εκεί να κάθεται μόνο του με μια κιθάρα και με ένα τσιγάρο στο στόμα. Έγραφε κάτι στο τεράστιο του αλλά δεν με ενδιέφερε. Χωρίς δεύτερη σκέψη πάω κοντά του. « μήπως έχεις καπνό».

Πρέπει να ομολογήσω, ήταν πολύ όμορφο αγόρι. Μελαχρινώς με τέλεια μαλλιά και γωνιές, και μάτια που σου θύμιζαν παραπονεμένο κουτάβι. « ναι φυσικά». Βγάζει τον αναπτήρα από την τσέπη του παντελονιού του, τον ανάβει και τον φέρνει πιο κοντά στο στόμα μου. Εγώ σκύβω και αφήνω την φωτιά του να τυλίξει το τσιγάρο μου. Οι ματιές μας συναντήθηκαν, και ένιωσα κάτι που είχα να το νιώσω πολύ καιρό τώρα.

Ενθουσιασμό.

Η στιγμή όμως δεν κράτησε για πολύ αφού μια καθηστεριμένη ομάδα κοριτσιών άρχισαν να φωνάζουν. «Πάνε κάπου αλού». Μου έπιασε το χέρι και αρχίσαμε να τρέχουμε. Πήγαμε στο πίσω μέρος του σχολείου, όπου είχα την εντύπωση πως δεν επιτρεπόταν να πήγαιναν μαθητές εκεί. Γύρω υπήρχε πράσινο και ένα παγκάκι στην μέση. Το αγόρι κάθησε εγώ όμως στάθηκα όρθια απέναντι του. « να ρωτήσω γτ έκανα έτσι αυτές?» Είπα και τράβηξα άλλη μια τζούρα. Το πρόσωπο του ήταν σοκαρισμένο. Μα καλά τι είπα?. « είναι φάνς μου..» είπε χαμηλόφωνα. Αμέσως άρχισα να γελάω. « προς τι το αστείο?» Είπε λίγο ενοχλημένος. « γιατί ποιος είσαι για να έχεις φανς?» Είπα καθώς προσπαθούσα να συγκρατήσω τα γέλια μου.

« δηλαδή, δεν με ξέρεις»

« θα έπρεπε»
Το ξέρω πως ακούστηκε λίγο κακό αλλά προσπάθησα τι να κάνουμε.

Χαμογέλασε γλυκά και εγώ τον κοίταξα σοκαρισμένη. Μα το περίεργο αγόρι. « λιάκος» είπε και πρόσφερε το χέρι του για χειραψία. « αννα» είπα χαμηλόφωνα. Μου χαμογέλασε και ένιωσα να κοκκινίζω. « χαίρομαι για την γνωριμία...αννα»

That boy!Donde viven las historias. Descúbrelo ahora