1ο Κεφαλαιο

78 4 0
                                    

Η ατμόσφαιρα είναι απελπιστική. Ακούω τις ομιλίες και την δυνατή μουσική, μυρίζω τον καπνό από δεκάδες αναμένα τσιγάρα, αισθάνομαι το οινόπνευμα στις φλέβες μου καθώς και τον ιδρώτα που εκπέμπουν τα άτομα γύρω μου που <<διασκεδάζουν>> στο απομακρυσμένο μπαρ του Μισούρι. Οι καλοκαιρινές νύχτες αφόρητα θερμές και η υγρασία στα ύψη κάνοντας τον αέρα αποπνικτικό.
Άπλωσα το το χέρι μου στο μπαρ για αρπάξω το ποτό μου, συγκεκριμένα το έκτο σφηνάκι που με κερνούσε ο μπάρμαν ο οποίος με φλέρταρε αδιάκριτα. Το έφερα στα χείλη μου και το ήπια με την μία νιώθοντας το αλκοόλ να καίει τον φάρυγγα μου. Έκανα νόημα στην επί 9 χρόνια κολλητή μου ότι θα φύγω και εκείνη έσπρωξε το πλήθος για να βρεθεί δίπλα μου.
-Φεύγεις από τώρα, Κάγια; με ρώτησε η Κρίστα με βλέμμα δήθεν θλιμμένο. Ήξερε καλά να κρύβει την αδιαφορία της για εμένα. Ίσως και να με έπειθε αν δεν ήταν στα χέρια ενός νέου γκόμενου.
-Ναι, της απάντησα μονολεκτικά από την εξουθένωση της ημέρας και άρπαξα τα πράγματα μου κινούμενη προς την έξοδο.
Ήθελα τόσο πολύ να φύγω από αυτό το μέρος. Βγήκα έξω και το βουητό από την δυνατή μουσική ηχούσε ακόμη στα αυτιά μου. Αισθάνθηκα μόνη στον δρόμο μα ομολογώ πως μου άρεσε πολύ καθώς ειναι λίγες η φορές που απομονώνομαι μακριά από όλους. Η κοινωνική μου ζωή έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις με αποτέλεσμα να βρίσκομαι διαρκώς περιτριγυρισμένη από μια πληθώρα ατόμων που αυτοαποκαλούνται φίλοι μου. Πρώτη και καλύτερη η Κρίστα. Κολλητές και όχι. Φίλες και εχθροί. Η μία δεν άντεχε την άλλη αλλά στο τέλος καταλήγαμε πάντα μαζί.
Πήρα το πρώτο ταξί που περνούσε και έφτασα σπίτι. Δεν άντεχα άλλο τα τακούνια που μου επέβαλαν να φορέσω. Η μαμά επέμενε πως ήταν αναγκαία για μια τέτοια έξοδο και εγώ δεν της έφερα αντίρρηση παρόλο που γνώριζα από πριν ότι θα μου άφηναν σημάδια στα πόδια. Τα τακούνια τα πέταξα στην άλλη άκρη του δωματίου και ξεφύσηξα από την ανακούφιση. Δεν είχα ενέργεια να ξεβάψω το υποκριτικό μακιγιάζ μου, ούτε καν να αλλάξω τα προκλητικά ρούχα μου και έπεσα μπρούμυτα στο κρεβάτι περιμένοντας τον γλυκό ύπνο να με γλυτώσει από την δύσκολη μέρα.
Ξύπνησα αργά το μεσημέρι της επόμενης ημέρας. Πήγα με συρτά βήματα στο μπάνιο και έπλυνα με παγωμένο νερό το πρόσωπο μου για να διώξω την νύστα, τον πονοκέφαλο καθώς και εκείνους τους γελοίους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια μου που δημιούργησαν το ξενύχτι και το μουτζουρομένο μακιγιάζ μου από το προηγούμενο βράδυ.
Στον αέρα βγαίνοντας από το μπάνιο μύριζαν φρέσκες βάφλες και κρέπες και η μυρωδιά και μόνο αρκούσε για να με οδηγήσει στην κουζίνα όπου καθισμένη στην συνηθισμένη της θέση ήταν η μητέρα μου.
-Καλημέρα γλυκιά μου, είπε χαρίζοντας μου ένα γλυκόπικρο χαμόγελο.
-Καλημέρα... Έγινε κάτι; ρώτησα με βλέμμα πραγματικής αδιαφορίας.
-Σήμερα είναι η μέρα..., είπε χαμηλόφωνα.
Κάθε χρόνο αυτή η μέρα (τέλη Ιουλίου) σηματοδοτούσε την καθιερωμένη επίσκεψη στα νεκροταφεία. Είχαν περάσει 17 χρόνια από τον θάνατο του πατέρα μου από κύρωση του ήπατος. Αρκετά διαδεδομένη ασθένεια στους αλκοολικούς.
-Είναι αναγκαίο να έρθω και εγώ; ήταν μια ερώτηση που έκανα κάθε χρόνο περιμένοντας την ίδια αντίδραση και την ίδια απάντηση
-Φυσικά! Πατέρας σου ήταν! φώναξε εξοργισμένη.
-Μα δεν τον γνώρισα και δεν τον θυμάμαι... ψιθύρισα φεύγοντας από την κουζίνα χωρίς να δοκιμάσω από το πρωινό. Δεν περίμενα την ανταπόκριση της.
Κλείστηκα στο δωμάτιο μου και άνοιξα το αγαπημένο μου μυθιστόρημα. Το είχα διαβάσει αμέτρητες φορές, μα καμία απο αυτές δεν έχασε το ενδιαφέρον του. Σαν τα φωτογραφικά άλμπουμ που κάθε φορά που τα χαζεύεις στέκεσαι και σχολιάζεις μια διαφορετική λεπτομέρεια της φωτογραφίας. Έτσι γινόταν και με έμενα και αυτό το βιβλίο. Όσο το διάβαζα τόσο περισσότερο δενόμουν μαζί του. Και ζούσα με την ελπίδα πως δεν ήμουν η μόνη που διάβαζε αυτές τις λέξεις...

ShamelessWhere stories live. Discover now