3ο Κεφάλαιο

43 4 2
                                    

Η κουραστική ταινία έφτασε στο τέλος της (επιτέλους) και βγήκαμε από τον κλειστό χώρο του σινεμά.
-Παιδιά! Πάμε στο μπαρ;! Φώναξε η Κρίστα ενθουσιασμένη με την δική η ιδέα.
-Όχι.
-Όχι. Κοίταξα δεξιά μου για να ελέγξω ποιος είπε το δεύτερο "όχι" ταυτόχρονα με το δικό μου. Το βλέμμα μου συναντήθηκε με τα καστανο-πράσινα μάτια του Ντέιβιντ αλλά σύντομα πήρε το νωχελικό του βλέμμα από πάνω μου και κοίταξε τον Μπράιαν.
-Εεεεε;! Γιατί; Κάγιααα! Ντέιβιντ! γκρίνιαξε η Κρίστα παίζοντας απίθανα τον ρόλο της θλιμμένης.
-Συγνώμη, νιώθω λίγο κουρασμένη, είχα μια δύσκολη μέρα σήμερα..., είπα κοιτάζοντας επίμονα τον Ντέιβιντ περιμένοντας ανυπόμονα την απάντηση του.
-Βαριέμαι, είπε και ξεκίνησε να παίρνει τον δρόμο για το σπίτι του...λογικά... Στην πραγματικότητα και εγω βαριόμουν απίστευτα αλλά δεν είχα τα κότσια να τους πω την αλήθεια... Πως μπορεί να είναι τόσο ειλικρινής με τους άλλους;
-Καληνύχτα, λοιπόν... κατάφερα να ξεστομίσω επαναφέροντας τους από το σοκ, αφού μετά την κουβέντα του Ντέιβιντ έμειναν να τον κοιτάνε με ανοιχτό στόμα.
-Κ-Καληνύχτα... Κάγια... είπε η Κρίστα και γαντζώθηκε στο χέρι του Μπράιαν χαμογελώντας πλατιά και τραβώντας τον προς το μπαρ.

Ο Ντέιβιντ προχωρούσε σταθερά μπροστά από εμένα και επιτάχυνα το βήμα μου για να τον προλάβω
-Από εδώ πας κι εσύ; ρώτησα για να ξεκινήσω κουβέντα.
-Ναι, είπε με την κλασσική μονότονη φωνή του και συνέχισε να προχωράει κάνοντας πιο μεγάλα βήματα από πριν.
-Περίμενε! Του φώναξα μένοντας 3 μετρα πίσω. Και έτρεξα να τον προλάβω πάλι.
-Κοίτα... Όπως και να φαίνεται σε εσένα δεν ήρθα σήμερα έξω για να πιάσω κουβέντα ή να κάνω φίλους, Wow... Ήταν η πρώτη φορά που είπε κάτι παραπάνω από μια λέξη... Και έμεινα να τον κοιτάζω ξαφνιασμένη. Εκείνος έδειξε να το παρατήρησε και ενοχλημένος έκανε ενα "τσς" συνοσφρυώνοντας και άρχισε το γρήγορο βάδην.
-Και πάλι, τι πειράζει να σου κάνω λίγη παρέα; απόρησα προσβεβλημένη.
-Δεν θέλω, μου αποκρίθηκε με τον γνωστό ήρεμο τόνο στην φωνή του.
-Καλά εσύ χάνεις! Κατσούφιασα και έτρεξα θυμωμένη.

Φτάνοντας στο σπίτι μου άνοιξα την καγκελόπορτα και έκανα 180° στροφή για να την κλείσω, ώσπου τον είδα να περνάει τον δρόμο που πέρασα πριν από λίγο.
-Με ακολουθάς;! Του φώναξα ακόμα θυμωμένη από πριν.
Εκείνος απλά ανασήκωσε τους ώμους του χωρίς να μου περνάει σαφές μήνυμα εάν με ακολουθούσε ή το σπίτι του ήταν στον ίδιο δρόμο. Με εκνεύριζε...
Μπήκα στο σπίτι και έτρεξα στο δωμάτιο μου. Άρπαξα το μαλακό μαξιλάρι μου και ξέσπασα τα νεύρα μου πάνω του. Δεν έφταιγε το καημένο αλλά κάπου έπρεπε να ξεσπάσω.
Πήγα στο μπάνιο κι άφησα την βρύση να τρέχει γεμίζοντας την μπανιέρα με καυτό νερό.
Όταν τελείωσα το μπάνιο μου έκατσα με σταυρωμένα χέρια στο κρεβάτι μου, ακόμη εξοργισμένη αλλά κατάφερα να βάλω τις σκέψεις μου σε μια τάξη.
'Γιατί κάθομαι και ανησυχώ χωρίς λόγο; Λες και θα τον ξαναδώ ποτέ...'

Ή έτσι νόμιζα....

ShamelessDonde viven las historias. Descúbrelo ahora