11

6 2 6
                                    

-«Πήγε 12 ..μήπως πρέπει να πας σπίτι..ίσως έχει ανησυχήσει η μαμά σου»είπε

Είμασταν πέντε ώρες στο πάρκο και ούτε που καταλαβα πως πέρασαν.Ισχυει πάντως...θα χει ανησυχήσει η μαμά μου.Ισως πρέπει να γυρίσω.Ανοιξα το κινητό μου και είχα πέντε αναπάντητες ..από εκείνη.

-«Θα χουν ανησυχήσει και για σένα μήπως πρέπει να γυρίσεις σπίτι σου;»είπα και σηκώθηκα από το παγκάκι στο οποίο είχα βολευτεί τόσες ωρες.

-"Δεν θα έχουν» είπε και σηκώθηκε και εκείνος από το παγκάκι. «Δεν μένω μαζί τους»συνέχισε.
Το ύφος του ήταν ανέκφραστο ,η στάση του αδρανής.

Γιατί ένα 17χρονο αγόρι επέλεξε να ζει μόνος του ;Γιατί δεν περίμενε την ενηλικίωση που σύντομα θα ερχόταν;Ίσως δεν έπρεπε να ρωτήσω.Ομως δεν νιώθει μοναξιά, μόνος του σε ένα σπίτι χωρίς κανέναν;

-«Λοιπόν..να σε συνοδεύσω μέχρι το σπίτι σου;»μου είπε και έβαλε τα χέρια του στις τσεπες του τζιν του. Για άλλη μια φορά με εκπλήσσει η ευγένεια του..

-«Σε ευχαριστω»είπα και χαμογέλασα.Εκεινος ανταπέδωσε.

Περπαταγαμε αμίλητοι στην σύντομη διαδρομή.Εγω κοιτούσα ευθεία τον δρόμο προς το σπίτι μου.Ενιωθα κάποιες στιγμές το βλεμμα του πάνω μου.Δεν γύρισα ομως να τον κοιτάξω...ούτε μια φορά.
Φτάσαμε έξω από το μικρό μου σπίτι. Η μητέρα μου καθοταν στο γυάλινο τραπεζάκι του μικρού μας κήπου και κάπνιζε το τσιγάρο της.Δεν ήθελα να με δει με τον Ιβαν.

-«Ναντιν!Εισαι με τα καλά σου;Η ώρα έχει πάει 12 και συ είσαι έξω ενώ έχεις σχολείο αύριο.Γιατι δεν σηκώνεις το κινητό σου;;Ξέρεις ποσό τρομαξα.Θα μπορούσα να χα καλέσει την αστυνομία!»
Ο Ιβαν την κοιτούσε πολύ αδιαφορα αλλά όταν εκείνη παρατήρησε την ύπαρξη του ,συνέχισε ...
-«Αυτός ποιος είναι ;Με αυτόν Ήσουνα;με ένα άγνωστο αγόρι έξω στο πάρκο στις 12 την νύχτα;;»τελείωσε έτσι τον μακροπεριοδο μονόλογο της.

Εκλεισα τα μάτια μου...και ευχόμουν μα ματαίωνα την ώρα και την στιγμή που επέτρεψα στον Ιβαν να με συνοδέψει ως το σπίτι μου.Πηρα μια βαθιά ανάσα.

-«Μαμά σε παρακαλω ..μην κανείς σκηνή...Ιβαν ..πήγαινε»είπα ,χωρίς να τον κοιτάξω καθώς είχα προσηλωθει στο βλεμμα της θυμωμένης μητέρας μου.

-«Θα σου τηλεφωνήσω»είπε και γύρισα να τον κοιτάξω.Του έγνεψα ,εκείνος κοίταξε την μαμά μου και χωρίς να πει τίποτα ,έφυγε.

Ντράπηκα τόσο πολύ...δεν με νοιαζε τίποτα παρά η στιγμή που θα με πάρει τηλέφωνο.

-«Πήγαινε αυτή την στιγμή επάνω.....αν δεν μπορω να σε εμπιστεύομαι δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήνω να βγαίνεις από το σπίτι»είπε με κενο βλεμμα κοιτάζοντας με στα Μάτια μου,τα οποία πετούσαν φλόγες από τον θυμό.

-«ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΑΠΛΑ ΝΑ ΣΕ ΠΙΣΤΕΨΩ... ΥΠΟΝΟΕΙΣ ΜΟΝΗ ΣΟΥ ΟΤΙ ΕΧΩ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ...ΜΕ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΩ ΟΤΙ ΜΑΙ ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ...ΑΡΡΩΣΤΗ..ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΙΑ ΦΙΛΙΑ ..ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΚΑΙ ΚΑΝΕΝΑΣ»δεν είχα καταλαβει ότι φωνάζω ,και κεινη με κοίταγε έντρομη...πηρα μια ανάσα και συνέχισα.

-«ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΒΡΗΚΑ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ...ΕΝΑΝ ΝΑ ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ ...ΦΩΝΑΖΕΙΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟΥ ΣΑΝ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΕΝΑ ΔΕΚΑΧΡΟΝΟ...ΤΟΝ ΑΛΛΟ ΜΗΝΑ ΚΛΕΙΝΩ ΤΑ ΔΕΚΑΟΚΤΩ!!»

Αντιλήφθηκα πως ήμουν πραγματικά πολύ σκληρή,ομως ότι είπα ήταν βαθιά ειλικρινές...μόλις τελείωσα ,η μητέρα μου κοιτούσε το κενο.Δεν εξέφραζε άποψη,ίσως επειδή ήξερε ότι είχα δίκιο ..μόνο που η αλήθεια είναι πως όντως δεν απάντησα στις κλήσεις της.Γυρισε και με κοίταξε.Απροσδιοριστα.
Στεναχωρήθηκα πολύ που της φώναξα έτσι..ενώ ξέρω πως νοιαζεται πολύ για μένα.Χωρις να το πολύ σκεφτώ, έτρεξα προς το μέρος της και άνοιξα τα χέρια μου κάνοντας την μια αγκαλιά.Ξαφνιαστηκε με την κίνηση μου,ομως με αγκάλιασε και εκείνη.Την αφησα από την αγκαλιά μου ,και κοιταχτηκαμε στα μάτια.

Με ακούμπησε στο μάγουλο,σκουπίζοντας το δάκρυ που είχε κυλήσει από το μάγουλο μου.

-«Ναντιν..ανησυχούσα για την κατάσταση σου ..ανησυχούσα που ήσουν κλεισμένη σε τέσσερις τοίχους και ακόμα περισσότερο ανησυχούσα για το ότι το έβρισκες φυσιολογικό ...Ναντιν από όταν έγινε ότι έγινε ...ζεις έτσι ...όπως σου χω πει ήσουν τόσο χαρούμενο..τόσο ζωντανό παιδί»είπε

Μα τι στο  διάολο έχει γίνει;Ποτέ θα μάθω επιτέλους γαμωτο;Ποτε θα μάθω επιτέλους γιατί ξύπνησα σε ένα λευκό δωμάτιο ενός νοσοκομείου χωρίς όρεξη για ζωή ;Γιατί δεν μου λέει κανείς ;Γιατί δεν μου λέει η ίδια μου η μάνα ;Πως κατέληξα έτσι ;Πως ήμουν πριν χαρούμενη και γιατί μέχρι σήμερα ήμουν τόσο αποξενωμένη;
Στην σκέψη όλων αυτών ...άρχισα να κλαιω  με λυγμούς.Επεσα κάτω στο πάτωμα,έκλαιγα χωρίς σταματημό .Η μητέρα μου έπεσε στο πάτωμα μαζί μου προσπαθώντας να με ηρεμησει,χωρίς να καταλαβαίνει που οφείλεται το ξαφνικό μου ξεσπασμα...μετά από λίγα λεπτά έκλαιγε και εκείνη.

-«Μαμά,τι μου συνέβη ;δεν μου αξίζει να μην ξέρω...δεν μπορω να ξεκινήσω μια ζωή από την αρχή αν δεν ξέρω τι συνέβη...»

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: May 04, 2020 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

beyond usWhere stories live. Discover now