Ειμαι αθωα

51 8 6
                                    

Οι μέρες πέρασαν. Η Ιωάννα είχε κάτσει στο κρεβάτι δεμένη με χειροπέδες πολύ καιρό. Ούτε εκείνη ήξερε ποσό. Κάθε μέρα στις 10 το πρωί μια νοσοκόμα ερχόταν και τις κάρφωνε στο μπράτσο την ένεση. Εκείνη δεν είχε την δύναμη να αντιδράσει.Όμως σήμερα ήταν οι μέρες που θα την αφήνανε. Οι χειροπέδες δεν θα της σφίγγανε πια τα λεπτοκαμωμένα χεράκια της. Η στιγμή ήρθε ένας νοσοκόμος άνοιξε την άσπρη πόρτα. Κατευθύνθηκε προς το μέρος της και την έλυσε. Εκείνη σηκώθηκε και έτρεξε έξω. Πήγε προς ένα παράθυρο και αισθάνθηκε το ανοιξιάτικο πια αεράκι να της χτυπάει το μάγουλο. Ύστερα προχώρησε προς το σαλόνι προσπαθώντας να βρει την Κωνσταντίνα. Και την βρήκε. Ήταν στην ίδια θέση όπου καθόταν όταν την είχε πρωτογνωρίσει.

- Γεια, της είπε. Τι κανείς; Πως είσαι;
- Καλά χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, της απάντησε με ένα τεράστιο χαμόγελο

Η Ιωάννα χάρηκε. Την προηγούμενη φορά δεν της είχε μιλήσει καν απλά είχε φύγει λεγοντας μόνο μια λέξη «τρελή». Για λίγα λεπτά επικράτησε η σιωπή. Ύστερα όμως η Ιωάννα σηκώθηκε και έπιασε από τους ώμους την Κωνσταντίνα.

- Πως σε λένε; Γιατί σε φέραν εδώ; Τι έκανες;
- Οι γονείς μου με βάφτισαν Κωνσταντίνα, εκείνος με φώναζε Εβινα αλλά εδώ με φωνάζουν η «τρελή».
- Τι έκανες; Γιατί είσαι εδώ; Πες μου. Ξέρω ότι δεν είσαι τρελή. Ούτε εγώ είμαι.

Η Κωνσταντίνα σηκώθηκε. Κατευθύνθηκε προς το παράθυρο και μιας της ήρθαν όλες οι αναμνήσεις. Όλα αυτά που προσπαθούσε να ξεχάσει όλα αυτά τα χρόνια ήρθαν ξανά στο μυαλό της.

- Εκείνος, είπε η Κωνσταντίνα
- Ποιος εκείνος;
- Εκείνος χάθηκε
- Ποιος;
- Εκείνος. Όχι όχι δεν τον σκότωσα εγώ. Όχι δεν τον σκότωσα εγώ. Δεν ξέρω τίποτα.
- Τι έπαθες;
- Αφήστε με είμαι αθωααα.

Είπε και έφυγε τρέχοντας. Η Ιωάννα δεν τα κατάφερε να της μιλήσει. Για κάποιον λόγο ήξερε ότι με αυτή την κοπέλα κάτι την συνδέε. Πήγε και αυτή στο δωμάτιο της. Ήρεμη και πλέον χωρίς χειροπέδες έβαλε τα χέρια της στην κοιλιά της και αποκοιμήθηκε.

Το Καταραμένο Νυφικό Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang