τσαπτερ 8

107 5 0
                                    

Ο Emeril κοιταξε τον Lorenzo προσπαθωντας να του δείξει όσο περισσότερο μπορούσε πως κάθε άλλο, παρά ευπρόσδεκτος ήταν στο σπίτι του. Δυστυχώς αυτή του η προσπάθεια απέτυχε, ο Lorenzo απλα σηκώθηκε και με ένα σκουντηγμα στον ώμο τον αποχαιρέτησε κάνοντας μια υπόκλιση.
- Θα τα πούμε στο σπίτι σου, γυπαετε, Θεέ των καζανοβα

Ο Emeril βαριαναστεναξε, θα ήταν σίγουρα μια μεγάλη βραδιά.

....

Περπατώντας προς το σχολείο η Aida σκεφτόταν το σχέδιο της για να αποφύγει τον Emeril. Τέρμα τα όμορφα πρωινά στην τάξη, τα διαλείμματα στην καφετέρια και προς Θεού, οι επισκέψεις στο μπαρ. Φτάνοντας στην πύλη του κτηρίου κοίταξε διακριτικά το ρολόι της. Η συνήθεια της να ξυπνάει πρωί δεν την είχε ευνοήσει ιδιαίτερα στην προσπάθειά της να αγνοήσει το αγόρι με τα κατάμαυρα μαλλιά. Είχε αρκετή ελεύθερη ώρα ακόμα που δεν ήξερε πώς να αξιοποιήσει. Ίσως άμα έβλεπε τον Luis η ώρα να πέρναγε πιο γρήγορα. Ετσι και αλλιώς αν κάποιος μπορούσε να θεωρηθεί φίλος της, αυτός θα ήταν ο Luis. Κοιτώντας για άλλη μια φορά το ρολόι της λοιπόν άρχισε να βαδίζει προς το κοντινό νοσοκομείο.

Δεν είχε ξαναπάει ποτέ στο συγκεκριμένο. Και γενικότερα, τελευταία φορά που μπήκε σε νοσοκομείο ήταν στα εφτά της, όταν κόλλησε ανεμοβλογιά. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να περάσει κάποιον έλεγχο ή αν θα έπρεπε να έχει κάποια κάρτα μαζί της. Αποφάσισε ότι απλά θα κοιτούσε ευθεία και θα περπατούσε με σιγουριά. Αυτό πάντα έπιανε. Ή τουλάχιστον έτσι είχε ακούσει...

Όλως περιέργως η τακτική της έπιασε. Μπήκε στο νοσοκομείο χωρίς να τη σταματήσει κανείς. Ακολούθησε τις οδηγίες που τους είχε πει ο καθηγητής. Είχε σημειώσει κάθε λεπτομέρεια, κάθε στροφή και κάθε πινακίδα γιατί ήταν σίγουρη ότι θα τον επισκεπτόταν. Υπήρχε κάτι για το οποίο δεν ήταν σίγουρη όμως...

Άνοιξε απαλά τη γαλάζια πόρτα με τον αριθμό 12. Ήταν εκεί. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι με τα κοκκινοξανθα μαλλιά του να κάνουν αντίθεση στο κατάλευκο φόντο. Όχι όμως και το δέρμα του. Η Aida πλησίασε στο κρεβάτι ακροπατωντας. Ο Luis ήταν πάντα χλωμός. Αλλά τώρα, ακόμα και οι φακίδες του έμοιαζαν να είχαν σβήσει. Οι επίδεσμοι κάλυπταν το δεξί του χέρι, τα πλευρά του και τον αριστερό αστράγαλο. Τα γυαλιά του αγοριού ήταν ακουμπισμένα στο τραπεζάκι απέναντι, δίπλα από μία ζωγραφιά και ένα πακέτο με τσιπς.

Η Aida είχε καιρό να δει τόση μιζέρια. Πώς μπορούσε να παραπονιέται και να κλαίει για τη ζωή της όταν υπάρχουν παιδιά σαν τον Luis που ενώ δεν έφταιξαν σε τίποτα βρίσκονται σε τέτοιες καταστάσεις. Έσφιξε τις γροθιές της για να μην τρέμουν. Δεν έπρεπε να είχε έρθει. Δεν της άξιζε να τον στηρίζει. Έκανε ένα μεγάλο βήμα προς την πόρτα και ύστερα άλλο ένα, λίγο μικρότερο. Και μετά κάθησε στην καρέκλα δίπλα στο τραπεζάκι με τις παλάμες στα μάτια.

Χτύπησε το πρόσωπό της λίγο, για να μην κλάψει πάλι. Σήκωσε το κεφάλι και εισέπνευσε. Έπρεπε να μείνει. Να του πει... Τι να του πει; Τι θα μπορούσε να του πει;

"Aida; Τι κάνεις εσύ εδώ;"

"Εμ... Εγώ..." Τι έκανε εδώ; Πώς μπορούσε να έχει τέτοιο θράσος; Κοιτούσε προς την κατεύθυνση του Luis αλλά όχι εκείνον. Πώς να τον αντίκριζε;

"Συγγνώμη Luis..."
"Συγγνώμη; Συγγνώμη γιατί;"

Η κοπέλα έπαιξε λίγο με τα δάκτυλά της. Πώς να το ξεστομίσει...

"Που σε ξύπνησε μικρέ!"

Όχι. Όχι όχι όχι όχι όχι όχι όχι όχι ΌΧΙ.

Όχι Και Τόσο ΣκληρόςWhere stories live. Discover now