Κεφάλαιο 6ο

122 3 1
                                    

Η μεγάλη επιβλητική έπαυλη στέκει στο κέντρο του οικοπέδου τρομακτική και μυστηριώδες. Εκείνο το βράδυ ο επιστάτης Φρανκ δεν είχε ύπνο λόγο το ποδιού του. Έτσι αποφάσισε να πηεί ένα τσάι για να τον αφήσει ο πόνος του πολέμου που είχε χαραχθεί στην μνήμη και το σώμα του. Κατά τον δεύτερο παγκόσμιο ο Φρανκ είχε υπηρετήσει την Αγγλία ως αποτέλεσμα απέκτησε ένα κουτσό πόδι και αναγκαζώταν πια να περπατάει με την μαγκούρα του. Ήταν ακόμη και μετά τον πόλεμο ο επιστάτης στο σπίτι των Χέρτ. Εγκαταλειμμένο ή όχι ο Φρανκ φρόντιζε τον κήπο και το οικόπεδο γιατί δεν είχε να πάει να μείνει κάπου αλλού.

Οι χωρικοί αν μια φορά τον απέφευγαν πριν, μετά την άφιξη του από τον πόλεμο δεν του μιλούσαν καθόλου. Ούτε που τον ένοιαζε. Μόνο τα παιδιά που κάθε βράδυ ή και το απόγευμα ερχόταν για να εξερευνήσουν τον παλιό σπίτι, τότε ο Φρανκ θα έπρεπε να σηκωθεί από την άνετη πολυθρόνα του και να τα διώξει από τον κήπο του. Το έκαναν για να τον βασανίσουν και για πλάκα, πλάκα που ο Φρανκ δεν την σήκωνε, το διασκέδαζαν όμως πολύ καθώς με το κουτσό του πόδι και την μαγκούρα του προσπαθούσε να τα φτάσει τρεκλίζοντας και ξεστομίζωντας απειλές. Εκείνη την νύχτα ο Φρανκ κοίταξε προς το σπίτι για να είναι βέβαιος ότι όλα είναι καλά. Αλλά το παράθυρο που ήταν στην κρεβατοκάμαρα των Χέρτ έφεγγε ένα φως.

«Κολώπαιδα!». Φώναξε με αγανάκτηση. Παλυ θα είχαν κάνει κάποια διάρρηξη τα παιδιά του χωριού. Πείρε την μαγκούρα του ξεκρέμασε το μεγάλο κλειδί από την πίσω πόρτα και κλακ κλακ κλακ ξεκίνησε να πάει στο σπίτι. Διέσχισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε τον κήπο του ανακαλύπτοντας ότι δεν είχαν καταστρέψει τα φυτά του ξανά. Του έκανε εντύπωση αλλά δεν έδωσε σημασία συνέχισε ώσπου έφτασε στην πόρτα της κουζίνας έβαλε το σκουριασμένο κλειδί την κλειδαρότρυπα και άνοιξε την παλαιά πόρτα ένα τρίξιμο ακούστηκε, ο Φρανκ αναθεμάτησε γιατί σίγουρα θα τον άκουσαν.

Κι όμως δεν άκουσε φωνές παιδιών η κάποιο τρομαγμένο ουρλιαχτό. Συνέχισε την πορεία του στα τύφλα ψηλάφισε τον πάγκο της κουζίνας και αφού ήξερε τόσο καλά το σπίτι κατάφερε να βρει την εσωτερική σκάλα του γρήγορα. Γεμάτη από αράχνες και ιστούς που δεν τον ένοιαζαν. Ανέβηκε σιγά σιγά βγάζοντας κάθε τόσο μικρούς αναστεναγμούς χάρη στο πονεμένο του γόνατο. Όταν έφτασε στην κορφή περπάτησε στο τέλος του διαδρόμου από όπου ερχόταν το φως. Συνεχίζοντας την πορεία του έβλεπε στο πάτωμα ένα παχύ μονοπάτι ζιγκ-ζακ που δεν υπήρχε σκόνη σαν κάποιος να έχει συρθεί επάνω του.

In Love With My Enemy Opowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz