Κεφάλαιο 2ο

125 4 0
                                    

Το επόμενο πρωί ο Χάρυ άνοιξε τα μάτια του αντικρίζοντας τον κόκκινο ουρανό του κρεβατιού του ανακάθησε και έξυσε το κεφάλι του άνοιξε τις κουρτίνες και άρπαξε τα γυαλιά του από το κομοδίνο του όταν τα φόρεσε τα πράγματα γύρο του έγιναν πιο ξεκάθαρα γύρισε και είδε τον Ρον κοιμόταν ακόμη κοίταξε το ανοιχτό παράθυρο που είχε ξεχάσει να κλείσει εχθές, βρισκόταν πάνω από το κρεβάτι του.

Έμπαινε ψύχρα από έξω έτσι ο Χάρυ το έκλεισε, ύστερα φόρεσε τις παντόφλες του πριν κατέβει από το ψηλό κρεβάτι του έφτασε στην πόρτα του δωματίου την άνοιξε  σιγά σιγά  για να μην ξυπνήσει τους άλλους αλλά όταν την έσυρε για να βγει ακούστηκε ένα ελαφρό  τρίξιμο γιατί η πόρτα ήταν παλιά ο Χάρυ έκανε έναν μορφασμό σφίγγοντας τα δόντια και σουφρόνοντας τα χείλη του καθώς κοίταξε τον Νέβιλ να αλλάζει πλευρό μα ευτυχώς δεν ξύπνησε.

Ύστερα κατέβηκε την στρογγυλή σκάλα και βγήκε στο εντευκτήριο πήγε προς στο μπάνιο των αγοριών μπήκε μέσα περπάτησε ως την καθρέφτη αντίκρισε ένα αγόρι δεκατεσσάρων ετών με μεγάλα γελαστά πράσινα μάτια ροζ φουσκοτά χείλη λευκό δέρμα ροδαλά μάγουλα και μια τεράστια ουλή στην δεξιά πλευρά του μετώπου του σε σχήμα αστραπής. Ψιλάφισε το σημάδι του με τα δάχτυλα του στον καθρέφτη.

Δεν τον είχε πονέσει εδώ και καιρό ίσως ο άρχοντας του σκότους να ήταν πια παρελθόν μα κάτι του φαινόταν ύποπτο σε όλο αυτό.

Πώς γίνεται να μην με πονάει; Ρωτούσε τον εαυτό του. Την τελευταία φορά που συνάντησε τον λόρδο Βόλντεμορτ ήταν δώδεκα χρόνων στην κάμαρα με τα μυστικά από τότε ούτε μια νύξη για το αν υπάρχει η όχι.

Λες; λες να τελείωσε μια για πάντα;. Έλεγε προσπαθώντας  να πείσει τον εαυτό του ότι όλα ήταν καλά. Κι όμως κάτι δεν του άρεσε, έβγαλε την μπλούζα του την πέταξε κάτω μαζί με  ότι άλλο ρούχο είχε από πάνω του μπήκε στην στρογγυλή μπανιέρα γεμάτη όπως πάντα με ζεστό νερό και αφρόλουτρο μπήκε και έκατσε μέσα ακουμπώντας την πλάτη επάνω στην ζέστη πέτρινη επιφάνεια έτσι και αλλιώς δεν ήταν πολύ βαθιά.

Έβλεπε τις μπουρμπουλίθρες να βγαίνουν από το νερό και να πηγαίνουν προς τα πάνω και το παράθυρο απέναντι του φώτισε περισσότερο το δωμάτιό, είχε επάνω του ένα ψηφιδωτό με μια γοργόνα ο οποία είχε το στήθος της ακάλυπτο και έλουζε τα μαλλιά της. Κοιτούσε τον Χάρυ αισθησιακά κουνούσε την ουρά της χαρούμενη.

«Τώρα τι θες να τραβήξω μαλακεία;». Της είπε αδιάφορος τέλειος για το λυγερό κορμί της. Του Χάρυ δεν του άρεσαν τα κορίτσια, το είχε καταλάβει από όταν ήταν ήρθε για πρώτη φορά στην σχολή, μένοντας με τόσα αγόρια στο ίδιο δωμάτιο κατάλαβε το ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Κι ας φαινόταν παράξενο στους άλλους, άλλωστε και τι παραξενιά δεν είχε ο Χάρυ.

In Love With My Enemy Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora