Κεφάλαιο 18

113 6 23
                                    

Μια εβδομάδα αργότερα
Ημέρα δεξίωσης 

Για ακόμη μια φορά, οι ετοιμασίες στην έπαυλη δεν είχαν τελειωμό. Η Μαίρη από το πρωί διέταζε ανελλιπώς τους υπηρέτες και τους φόρτωνε με όλες τις παράλογες απαιτήσεις της. Και μπορεί κανείς άλλος στην έπαυλη να μην συμμερίζονταν τον ενθουσιασμό της, αφού ήξεραν πως πρόκειται απλώς για μια βιτρίνα, αυτό όμως δεν την σταμάτησε από το να διακοσμήσει ολόκληρη την έπαυλη και να φροντίσει ώστε το φαγητό να είναι εξαιρετικό για να μην σχολιαστεί απρεπώς από τις υπόλοιπες κυρίες που θα βρισκόταν εκεί. Έτσι ήταν ο κύκλος τους, η μια παραμόνευε να εντοπίσει ένα λάθος για να σχολιάσει την άλλη, και η Μαίρη δεν διέφερε από αυτό το καλούπι. Ώρες ατελείωτες μιλούσε στο τηλέφωνο για της δεξιώσεις των άλλων κυριών και σχολίαζαν πως τα φαγητά ήταν βαρετά, οι επαύλεις δεν ήταν απαστράπτουσες. Το τι γινόταν όντως σε εκείνες τις συναντήσεις δεν απασχολούσε καμία. Αυτές είναι δουλειές των ανδρών, έλεγαν όλες και χαχάνιζαν ψεύτικα.

Παρά το κλίμα βιασύνης που επικρατούσε, ο Λουκ μόλις είχε σηκωθεί από το κρεβάτι. Μπήκε γρήγορα στο ντουζ και έπειτα κατευθύνθηκε προς την κουζίνα για να πιει τον καφέ του. Η κουζίνα ήταν ερημωμένη, πράγμα που τον παραξένεψε αρκετά, όμως όταν άκουσε τις φωνές και τις υστερίες της μάνας του κατάλαβε γιατί, μπήκε μέσα και άρχισε να φτιάχνει τον καφέ του.

-Τι άλλο θα δούμε σε αυτό το σπίτι; Μια φωνή από πίσω του τον έκανε να αφήσει αυτό που έκανε και να γυρίσει να κοιτάξει. Ο αδερφός του στεκόταν εκεί, ξεκάθαρα μόλις είχε ξυπνήσει, και από πίσω του ακολουθούσε ο Μπράιαν, ο οποίος έμοιαζε να έχει ξυπνήσει εδώ και ώρα.

-Να σου κάνω κι εσένα; Ρώτησε ο Λουκ και γύρισε ξανά στην δουλειά του.

-Ξέρεις ότι γι αυτό έχουμε τους υπηρέτες έτσι; Του είπε και οριακά έπεσε πάνω στο τραπέζι στην προσπάθεια του να καθίσει. Κάποιος δεν κοιμήθηκε καθόλου καλά.

-Βλέπεις εσύ κανέναν εδώ; Είπε ξανά ο Λουκ πίνοντας μια γουλιά από τον καφέ του. Πικρός, όπως του άρεσε.

-Άμα τους φωνάξεις θα έρθουν. Είπε ο Άλεξ και γράπωσε ένα μήλο που βρισκόταν στο τραπέζι. Ο Λουκ τον κοίταξε με αποδοκιμασία.

-Πάλι μπουκάλια κατέβασες; Του είπε υποτιμητικά καθώς κάθισε απέναντι του.

-Ναι αλλά δεν ήμουν μόνος. Είπε και έριξε μια πλάγια ματιά στον Μπράιαν ο οποίος ανταπέδωσε με ένα χαμόγελο. Ο Λουκ γύρισε τα μάτια του.

KNIGHT •|✔|•Where stories live. Discover now