lion king story :3

41 4 3
                                    

ελενη- καλά ρε γιωργο δεν θυμάσαι τότε που είχαμε πάει σαφάρι με τον μπαμπά σου και χάθηκες μέσα στο δάσος?

εγώ-εννοείς τότε στα 11 μου?

ελενη- ναιιι

εγώ- μάλιστα

πριν 11 χρόνια περίπου όταν ζούσε ακόμα ο πατέρας μου, είχε μια φαεινή ιδέα να μας πάει για σαφάρι κάπου στην Αμερική, ήταν μεγάλος εξερευνητής και περιπετιωδης άντρας, του άρεσε πάντοτε να ταξιδεύει και να γνωρίζει νέα πράγματα και κυρίως να ανακαλύπτει, μια μέρα μέσα στο καλοκαίρι αρπάζει εμένα και την Έλενη χωρίς να ενημέρωση την μάνα μου και γενικώς κανέναν (κλασσικός εγώ) και μας χώνει μέσα σε ένα αεροπλάνο το οποίο μόλις έφτασε πάνω από το προορισμό μας, τον κοιτάω (τον πάτερα) με κοιτάει και κουνάει το κεφάλι (ο fck) μου δίνει ένα αλεξίπτωτο και με πετάει από το αεροπλάνο με μια κλωτσιά, εγώ στην αρχή παθαίνω ένα μικρό σοκ αλλά η θεά ήταν υπεροχή, όποτε ανοίγω τα ματιά μου και ανοίγω το αλεξίπτωτο, το οποίο πάλι δεν ανοίγει και με πιάνει ένας τεράστιος πανικός και αρχίζω να φωνάζω σαν βλαμμένο: 3 περνάει ο πατέρας μου από μπροστά με την ελενη αγκαλιά και αρχίζει να με κοροϊδεύει και προχωράει μπροστά χωρίς να με βοηθήσει, λίγα μετρά πριν το έδαφος πλέον και εγώ εντελώς κουλ να έχω πάρει απόφαση ότι (την γαμ...) ανοίγει το αλεξίπτωτο και με τραβάει με φορά ο αέρας προς τα πάνω και με απομακρυνη προς μια άλλη κατεύθυνση, ο πατέρας μου με βλέπει και προσπαθεί να με προλάβει αλλά ο αέρας είναι τόσο δυνατός που μας χωρίζει στο τέλος.

Αρχίζει και με πηγαίνει μέσα σε ένα δάσος οπού πιάνεται σε κάτι κλαδιά και κολλάω εκεί, προσπαθώ να δω που είμαι και να κατεβώ σιγά σιγά αλλά το πόδι μου έχει πιαστεί στα σχοινιά και δεν μπορώ με τίποτα να ξεφύγω, ψάχνω κάτι κοφτερό στα πράγματα μου αλλά τίποτα, προσπαθώ να το τραβήξω και αρχίζει να μελανιάζει, μετά από πολύ κόπο και σκέψη, θυμάμαι το στιλέτο που μου έδωσε η ελενη πριν φύγουμε και το βρίσκω μέσα στην τσέπη μου, το αρπάζω και κόβω τα σχοινιά και κατεβαίνω σιγά σιγά, προσπαθώ με το κινητό να πιάσω σήμα αλλά τίποτα, η ώρα ήταν κάπως περίεργη διότι άρχισε να δύει ο ήλιος και να σκοτεινιάζει όλο και πιο επικίνδυνα, ψάχνω να δω μήπως έχω το δορυφορικό τηλέφωνο αλλά ο πατέρας μου το πήρε διότι δεν ήθελε να ενημερώσω την μάνα μου (τι να του πεις τώρα) κοιτάω με τι πράγματα είμαι και βρήκα (μια πυξίδα, έναν χάρτη, νερό, φαγητό, φακό, αναπτήρα και ένα μικρό πιστόλι και σχοινί εννοείται) το στομάχι μου αρχίζει να γουργουρίζει και κάθομαι να φάω ένα σνακ πάνω σε έναν βράχο οπού αρχίζω και ακούω διάφορους θορύβους και κάτι να με πλησιάζει, ανάβω μια μικρή φωτιά και βλέπω κάτι να με πλησιάζει, βγάζω το όπλο και αρχίζω να τρέμω... πλησιάζει και πλησιάζει και βλέπω μια λιονταρίνα τραυματισμένη μαζί με το μικρό της.... βλέπει το όπλο και πάει να μου επιτεθεί αλλά η δύναμης της δεν ήταν αρκετές και έπεσε μπροστά μου κάτω... στην αρχή τρόμαξα και ήθελα να φύγω αλλά το μικρό φώναζε και μου ράγιζε την καρδιά, πλησίασα αργά αργά και της έδεσα το στόμα ώστε να δω το τραύμα, στην αρχή αντέδρασε αλλά μετά λιποθύμησε, ο μικρούλης άρχισε να βγάζει κραυγές για να με τρομάξει αλλά του έδωσα κάτι να φάει και λίγο νερό όσο κοιτούσα την πληγεί η οποία ήταν αρκετά σοβαρή και προσπαθούσα με ότι είχα πάνω μου, δυστυχώς όμως ήταν αργά:(δεν κατάφερα να την σώσω και άρχισαν να ακούγονται κάτι ουρλιαχτά (λύκοι μάλλον) πήρα την μικρή και άρχισα να τρέχω μέσα στον δάσος, αυτός να μου δαγκώνει το χέρι και εγώ να συνεχίζω οπού κάτι τσακάλια ήταν από πίσω μας και μας έφταναν σιγά σιγά, σταματάω αποτωμα και πυροβολώ δυο φόρες στον αέρα και συνεχίζω να τρέχω μέχρι που φτάνω σε αδιέξοδο, ένα τεράστιο βουνό μπροστά μου, χώνω την μικρή μέσα στην μπλούζα μου και αυτό βγάζει το κεφάλι του έξω και κοιτάει (τι γλυκό) αρχίζω και ανεβαίνω πόντο πόντο μιας και δεν έχω επιλογή, χάνω την ισοροπια μου αλλά τα καταφέρνω και φτάνω στην κορυφή, βλέπω ένα ελικόπτερο να έρχεται και μου πετάει ένα σχοινί και με τραβάει προς τα πάνω,

εγώ- καλά ρε πως με βρήκες?

πατέρας- από πάνω μέχρι κάτω είσαι με gps ρε, εξάλλου είσαι και γιος μου όποτε ήξερα ότι θα τα κατάφερνες, είμαι περήφανος για σένα, βλέπω έφερες και παρέα

εγώ- ε ναι από δω η μικρή μας φίλη η λιλι: 3

ελενη- αχουτοοοο είναι τόσο γλυκοοο

εγώ- η μητέρα του δυστυχώς πέθανε, μπορούμε να το κρατήσουμε

πατέρας- (μου χαιδευει το κεφάλι) εννοείται ρε γιε μετά από όλο αυτό που έζησες.

εγώ- εννοείς βασικά, να μην πω στην μάνα μου ότι με έχασες διότι θα σε γαμ. πριν σε σκοτώσει όποτε κατά κάποιον τρόπο σε έχω στο χέρι και το ξέρεις αλλά δεν το λες για να μην χαθούνε η τύποι, σωστά?

πατέρας- και που λες έχω μια λιγούρα, άντε άντε σε 2 ώρες φτάνουμε σπίτι, κοιμηθείτε λίγο...

Μέτα από δυο ώρες όντως φτάνουμε στο πατρικό μας, μαζί με την αλεξια (μάνα σοφίας) και την μάνα μου να περιμένουν από κάτω κάπως έξαλλες, ο πατέρας μου λέει να μην πω τίποτα ώστε να μην γίνει χαμός με ανταλαγμα να κρατήσω την λιονταρίνα (λιλι) και έτσι γίνεται.

Στην αρχή υπήρχε ένα μικρό θεματακι μιας και ήταν λίγο άγριο, τον είχαμε μέσα σε ένα κλουβάκι αλλά ένα βράδυ κατάφερε κάπως να βγει και ήρθε προς το κρεββάτι μου και χώθηκε μέσα στα παπλωματά και ξάπλωσε δίπλα μου, τον σκέπασα και μας πήρε ο ύπνος μέχρι το πρωί, στο μεταξύ η μάνα μου έπαθε υστερία που έγινε κάτι τέτοιο αλλά από τότε δεν ξέρω αλλά ήταν πιο φιλικό αποτι στην αρχή, παίζαμε τρέχαμε κάναμε βόλτες μέχρι που έφτασε εκείνη η καταραμένη μέρα που έχασα τους γονείς μου και μαζί και αυτή.... μετά από 11 χρόνια αποσω φαίνεται η μοίρα μας έφερε και πάλι μαζί: 3

end of story time of the lion

Η Αγάπη 3/9Where stories live. Discover now