Κεφάλαιο 1ο

340 24 6
                                    

<< Ναι μαμά >> φώναξα καθώς κατέβαινα τις σκάλες. Άλλη μια υπέροχη μέρα ξεκινά σκέφτηκα.Σημειώνεται η ειρωνεία μου. Αφού πλέον κατέβηκα, πήγα στην κουζίνα και έκατσα στις καρέκλες μπροστά από τον πάγκο. Το πρωινό ήταν ήδη σερβιρισμένο και η μυρωδιά του απλώνονταν σε όλο το χώρο. Εντάξει μπορεί η μαμά μου να ήταν λίγο ενοχλητική κάποιες φορές αλλά στην κουζίνα δεν την έπιανε κανείς.
<< Μην ξεχάσεις να πετάξεις την ανακύκλωση. Εντάξει Ζωή; >>
Καταφωνή...
<< Εντάξει μαμά. Δεν θα ξεχάσω. >> της απάντησα όσο πιο γλυκά και ήρεμα μπορούσα.
Τώρα είχε έρθει μέσα και έκατσε δίπλα μου. Έπιασε το χέρι μου και με κοίταξε.
<< Γλυκιά μου ξέρω ότι σε ενοχλώ, απλά κατάλαβε με ανησυχώ. Τώρα που θα φύγω θέλω να ξέρω ότι δεν θα πάθεις τίποτα.>>
<< Ναι βρε μαμά σε καταλαβαίνω, απλά ηρέμησε λίγο. Πρώτα από όλα δεν είναι η πρώτη φορά που φεύγεις και μένω εδώ. Δεύτερον είμαι 17 δεν είναι μωρό πια. Μπορώ να φροντίζω για τον εαυτό μου. >> της είπα γλυκά.
Εκείνη τη στιγμή λίγα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της μαμάς μου.
<< Μεγαλώνεις και του χρόνου θα πας να σπουδάσεις. Και θα μου λείψεις. Εσύ είσαι και πάντα θα είσαι το μικρό κοριτσάκι μου. >> είπε μέσα από τους λυγμούς της. Αμέσως την έβαλα στην αγκαλιά μου και της χάιδεψα την πλάτη.
<< Μαμά ηρέμησε σε παρακαλώ. Θα έρχομαι να σε βλέπω και είναι νωρίς ακόμα να μιλάμε για σπουδές γιατί ποτέ δεν ξέρεις. >>
<< Τώρα ακούω βλακείες. Μια χαρά θα τα πας.>>
Είπε και χαμογέλασε. Αφού ηρέμησε και σταμάτησε να κλαίει την αποχαιρέτησα και έφυγε για το ταξίδι. Η δουλειά της απαιτούσε αρκετές φορές να πηγαίνει στο εξωτερικό .
Μόλις μπήκα μέσα πήγα στην κουζίνα και έπλυνα τα πιάτα που είχαμε αφήσει από το πρωινό. Τελειώνοντας ανέβηκα στο δωμάτιό μου και πήγα στην ντουλάπα για να βρω τι θα φορέσω. Τελικά έβαλα ένα σκούρο τζιν με μια μπλούζα από μέσα και ένα κάρο πουκάμισο με τα μποτάκια μου. Στάθηκα μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη του δωματίου μου και άφησα τα μακριά καστανά μαλλιά μου κάτω πιάνοντας με ένα τσιμπιδάκι λίγα στο πλάι. Δεν έβαλα ιδιαίτερο μακιγιάζ, γιατί ποτέ δεν ήμουν υπέρ αυτού. Μόνο λίγη μάσκαρα και ένα λιπ γκλος. Πήρα την τσάντα μου πίσω από την πόρτα, έριξα μέσα το κινητό μου, το πορτοφόλι, τα κλειδιά μου και έφυγα από το σπίτι.
10 λεπτά αργότερα ήμουν στην καφετέρια που είχαμε δώσει ραντεβού με τον Κώστα,τον κολλητό μου. Γνωριζόμασταν από μικροί διότι τα σπίτια μας ήταν απέναντι το ένα από το άλλο και οι γονείς μας έκαναν πολύ παρέα. Από τις σκέψεις μου με έβγαλε η πόρτα που χτύπησε με δύναμη το κεφάλι, με αποτέλεσμα να πέσω κάτω. Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά για μια στιγμή ζαλίστηκα και έπιασα το κεφάλι μου. Οοο.. Αυτός που έπεσε πάνω μου καλύτερα να έχει φύγει γιατί δεν ξέρω τι πρόκειται να ακούσει. Έκανα μια προσπάθεια και τελικά σηκώθηκα. Κοίταξα το άτομο που με έριξε και τα μάτια μου γουρλώσαν με αυτό που είδα. Το ίδιο φαίνονταν και στο δικό του πρόσωπο.
<< Εσύ;; >> είπαμε και οι δυο ταυτόχρονα.

~ ~ ~
Αυτό ήταν το πρώτο κεφάλαιο. Ελπίζω να σας αρέσει και περιμένω με ανυπομονησία να ακούσω τα σχόλια σας. Αν δηλαδή αξίζει να συνεχιστεί η ιστορία ή όχι. Επίσης πως σας φάνηκε η Ζωή; Ποιο λέτε να είναι το μυστήριο άτομο που έπεσε πάνω της; Ευχαριστώ που διαβάσατε το κεφάλαιο.
Sweet-angel :)

Ζωή...Where stories live. Discover now