Κεφάλαιο 4

468 36 60
                                    

Ποιος είναι ο ορισμός της ζηλοφθονίας;

Μετά από πολλή σκέψη, ο πάτερ Φλάβιο κατέληξε πως αυτή η λέξη δεν αφορά μόνο το άσχημο αυτό αίσθημα της ενόχλησης για τα όσα κατέχουν οι άλλοι. Αυτό είναι το πιο εμφανές, η ουσία της όμως κρύβεται στο βάθος, στην ανάγκη σου και στην ανάγκη μου να κατακτούμε αυτά που έχουν οι άλλοι, γιατί αυτό μας φαίνεται πιο εύκολο από το να κερδίσουμε κάτι από την αρχή. Το αντικείμενο του πόθου μας γίνεται μια πιο εύκολη λεία όταν έχει ήδη κατακτηθεί από κάποιον άλλον. Γιατί να μπορεί αυτός και όχι εγώ; Αυτή δεν είναι και η πρώτη ερώτηση που ξεμυτίζει από τα βάθη της ύπαρξής μας κάθε που ζηλεύουμε κάτι ή κάποιον; Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι η ζηλοφθονία έχει για αφέντη της το Λεβιάθαν, το θαλάσσιο τέρας της Παλαιάς Διαθήκης που σύμφωνα με τη μυθολογία το στόμα του είναι τεράστιο και μπορεί να καταπιεί τα πάντα με μια και μόνο χαψιά του.

«Τόση ώρα σε ακούω, κόρη μου, και μόνο μια ερώτηση με βασανίζει: Μήπως ο καθοδηγητής σου σε όσα έκανες και ένιωσες ήταν η ζήλια σου, μήπως ουσιαστικά δεν αισθάνθηκες τίποτα αληθινό για 'κείνον;» είπε ο παπάς σιγοψιθυρίζοντάς της τις σκέψεις του.

«Όχι πάτερ μου, είμαι αρκετά μεγάλη πλέον για να αναγνωρίζω τα συναισθήματά μου και να καταλαβαίνω πού με οδηγούν», απάντησε ξεφυσώντας. Γιατί όλοι έπρεπε να δίνουν ονόματα σε κάτι που είναι απλό και απέριττο;

«Η στοργή και η λαχτάρα που είδα στο βλέμμα του μ' έκαναν να πιστέψω πως εκείνος θα μ' αγαπήσει. Μα έκανα λάθος, λες;» απ' το αριστερό μάτι της έτρεξε ένα δάκρυ και το άφησε να κυλήσει και να πέσει στο σατέν φόρεμά της, αφήνοντας μια στάμπα να "χαλάει" την αψεγάδιαστη εμφάνισή της.

«Δεν είμαι σίγουρος πως σε αγάπησε με όλη του τη δύναμη... Αν σε αγαπούσε πραγματικά, δε θα είχες την ανάγκη να μοιραστείς τις εμπειρίες σου μαζί μου. Δε συμφωνείς, Λίντα;» Η φωνή του χρωματίστηκε από την αβεβαιότητα και τη θλίψη° αν αυτός ο άντρας την είχε αγαπήσει αληθινά, δε θα την έκανε να υποφέρει και δε θα έπαιζε ποτέ μαζί της. «Και τι έγινε μόλις σου ετοίμασε τα χαρτιά που του ζήτησες;»

«Κι όμως, με αγάπησε βαθιά» τον διέψευσε η γυναίκα, «Αλλιώς δε θα έδινε τη ζωή του για να σώσει τη δική μου».

Μια εβδομάδα είχε περάσει και η Κλαίρη καθόταν σ' αναμμένα κάρβουνα° τον ποθούσε, τον ήθελε, ήταν ένα κάθαρμα, το πιο υπέροχο κάθαρμα που είχε συναντήσει. Δεν της είχε δώσει καμία σημασία ωσότου ετοιμαστούν τα απαιτούμενα έγραφα. Κι εκείνη κλείστηκε και πάλι στο δωμάτιό της αφού άκουγε συνεχώς την Αμάντα να λογομαχεί μαζί του. Έκανε σαν υστερική και για να μην την ακούει, επέλεγε να βάζει τέρμα τη μουσική της και να χορεύει αισθησιακά. Ένα τέτοιο πρωινό εκμεταλλεύτηκε και ο Νικ που είχε στηρίξει το σώμα του στο κούφωμα της πόρτας της και τη χάζευε.

ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΣΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑWhere stories live. Discover now