Τά Πάθη τῆς Βροχῆς

4 2 0
                                    

Ἐν μέσῳ λογισμῶν καί παραλογισμῶν
ἄρχισε κι ἡ βροχή νά λιώνει τά μεσάνυχτα
μ' αὐτόν τόν νικημένο πάντα ἦχο
σί, σί, σί.
Ἦχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ἦχος κανονικός κανονικῆς βροχῆς.

Ὁμως ὁ παραλογισμός
ἄλλη γραφή κι ἄλλην ἀνάγνωση
μοῦ 'μαθε γιά τούς ἤχους.
Κι ὅλη τή νύχτα ἀκούω καί διαβάζω τή βροχή,
σίγμα πλάι σέ γιῶτα, γιῶτα κοντά στό σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία πού τσουγκρίζουν
καί μουρμουρμίζουν ἕνα ἐσύ, ἐσύ, ἐσύ.

Κάθε σταγόνα κι ἕνα ἐσύ,
ὅλη τή νύχτα
ὁ ἴδιος παρεξηγημένος ἦχος,
ἀξημέρωτος ἦχος,
ἀξημέρωτη ἀνάγκη ἐσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σάν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ νά διηγηθεῖ
καί λέει μόνο ἐσύ, ἐσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ἔνταση μονολεκτική,
τό ἕνα ἐσύ σά μνήμη,
τό ἄλλο σάν μομφή
καί σάν μοιρολατρία,
τόση βροχή γιά μιά ἀπουσία,
τόση ἀγρύπνια γιά μιά λέξη,
πολύ μέ ζάλισε ἀπόψε ἡ βροχή
μ' αὐτή της τή μεροληψία
ὅλο ἐσύ, ἐσύ, ἐσύ,
σάν ὅλα τ' ἄλλα νά 'ναι ἀμελητέα
καί μόνο ἐσύ, ἐσύ, ἐσύ. 

Κική Δημουλά,
"Τό λίγο τοῦ κόσμου" ,1971


 

ΗλιαχτίδεςWhere stories live. Discover now