Χτισμένο σε ένα τοπίο ειδυλλιακό, ήσυχο σαν την σιωπή όταν οι τουρίστες δεν βρίσκονται εκεί, κρύβοντας μία αρχοντιά και χρώματα πολλά, το Μπελάτζιο θα έκλεβε ακόμη και την ανύπαρκτη καρδιά του πιο δύσκολου ανθρώπου. Ο Μικέλε λοιπόν, εκείνο το βράδυ που για ακόμη μία φορά αδυνατούσε να κοιμηθεί, παρέμεινε στο μπαλκόνι του, έχοντας στο μυαλό του ένα ησυχαστήριο που είχε χρόνια πολλά να απολαύσει για διάφορους λόγους. Ο Έντι είχε καταρρεύσει σε ημιλιπόθυμη στάση στο κρεβάτι του, εξαιτίας της κούρασης, ωστόσο ο ίδιος, με μάτια πελαγωμένα στο απαθές κενό, σκεφτόταν ξανά και ξανά τις όμορφες στιγμές της παιδικής του ηλικίας. Τελικά, αυτό που κατάλαβε ήταν πως το μόντελινγκ, μπορεί να τον είχε οδηγήσει σε μία ραγισμένη κορυφή, του είχε ωστόσο στερήσει στιγμές αληθινές, με ανθρώπους που αγαπούσε. Τώρα, ίσως και να ήταν αργά. Τώρα, ελλόχευε ένα αόρατο ρολόι που βασανιστικά μετρούσε αντίστροφα. Είχε φτάσει στο σημείο να ξεκλέβει μέχρι και την εικόνα του κοιμισμένου Ρωμαίο, σαν να ήθελε να την χορτάσει, σαν να ήθελε να την ρουφήξει έτσι ώστε να αφήσει το ανεξίτηλο ίχνος της στην ψυχή του. Άλλοτε πάλι, φοβόταν μήπως είχε πάψει να αναπνέει.
Στον χρυσοκόκκινο ορίζοντα, ο ήλιος αργά σηκωνόταν. Ήταν ίσως η πιο γαλήνια στιγμή. Η φύση τίναζε τα πέπλα της, κρύβοντας από τα αδηφάγα, ανθρώπινα μάτια, τα μικρά της μυστικά, για να τα φανερώσει ξανά με το ηλιοβασίλεμα.
«Πόση ώρα στέκεσαι βρε καημένε εκεί;» κοντανάσανε ο Έντι που και εκείνος είχε κοιμηθεί ελάχιστα «Θα εξαντληθείς, ούτε νερό δεν ήπιες. Με το να τιμωρείς έμμεσα τον εαυτό σου, δεν θα αλλάξεις τίποτε» ο Μικέλε τον κοίταξε πλαγίως.
«Θα παραιτηθώ από τον χώρο» πρόφερε στα ξαφνικά και ο φίλος του κατάπιε το σάλιο του με φόρα.
«Τι εννοείς; Και εγώ ποιον θα ταλαιπωρώ; Σε ποιον θα ξεσπάω όλες τις φανταχτερές μου ιδέες;» ξαφνικά σοβάρεψε «Ακόμη και με όλα σου τα τατουάζ και παρά την γκρίνια ορισμένων γι' αυτά, έγινες αποδεκτός σε κάθε Οίκο. Έχεις χτίσει ένα τεράστιο όνομα. Φυσικά και έχεις δικαίωμα να κάνεις ένα διάλειμμα μετά από όλα αυτά, όχι όμως και να τα διαλύσεις όλα. Εκτός, αν είναι αυτό που όντως επιθυμείς» ψέλλισε σχεδόν στο τέλος.
«Αυτό που κάποτε επιθυμούσα ήταν να γίνω ψυχολόγος. Ήμουν ένα παιδί που σκεφτόταν πολύ, που βοηθούσε τους άλλους. Ο τομέας αυτός όμως, ήδη σχεδόν από την νεαρή μου ηλικία, με απομάκρυνε ολοένα και περισσότερο σε σημείο που έφτασα να με θεωρούν άμυαλο και μόνο εξαιτίας της δουλειάς μου. Οι ίδιοι μου οι γονείς και πιστεύουν πως μονάχα το σώμα μου είμαι ικανός να πλασάρω σωστά. Τι απαιτήσεις να έχω από τους ξένους;»
YOU ARE READING
Γράμματα από το Μπελάτζιο
RomanceΜπορεί η πόλη του Φωτός και του έρωτα, να είναι το Παρίσι, μα τα υπέροχα τοπία της Ιταλίας είναι αρκετά για να μαγέψουν, πραγματοποιώντας τα όνειρά σου. Η Μαριάντζελα εργάζεται ως σεφ σε ένα φημισμένο εστιατόριο, στην καρδιά του Μιλάνου. Με μια αποτ...