κεφ 8

60 5 0
                                    

Ξύπνησα, τα κλασσικά ετοιμάστηκα και έτοιμη για να πάω στην κόλαση να συναντήσω τον διάβολο. Αυτός ο άνθρωπος είναι το χειρότερο στο είδος των ανθρώπων.

Φτάνω στην εταιρία, ξανά στριμωχνομαστε όλοι μαζί στο ασανσέρ. Τόσα λεφτά έχει ο γύφτος ας βάλει και άλλο ένα ασανσέρ δεν θα του πέσει ο απ'αυτος του. Αλλά έτσι είναι όσοι έχουν πολλά λεφτά και έχουν την εξουσία τα χέρια τους, νοιάζονται μόνο για το καλό τους για τον απλό φτωχό κοσμακι ούτε λόγος. Φτάνω επιτέλους στο γραφείο, αφήνω την τσάντα και το σακακι μου επιτέλους ήρθε και άνοιξη σιγά σιγά. Φτιάχνω τον καφέ του και χωρις να χτυπήσω μπαίνω μέσα στο γραφείο του.

Αυτό που αντικρίζουν τα μάτια μου, δεν εξηγείται. Η Βικτωρία να κάθεται πάνω στα πόδια του και να τον φιλάει. Ακόμα βγαίνει με το ίδιο τσουλακι που με κερατωσε. Ξεφτιλισμενε!

<Συγγνώμη δεν ήξερα ότι ήσαστε μέσα και ότι έχετε και επισκέψεις> λέω κοιτώντας στα μάτια με απέχθεια.
<χτυπα την πόρτα καμία φορά δεν σου έχουν μάθει τρόπους> μου απαντάει εκείνος
<Αχ γλυκιά μου φτιάξε μου και εμένα ένα μακιατο,κοίτα όμως να τον πετύχεις. Βασικά αστο, πήγαινε στην καφετέρια δίπλα και αγόρασε μου εναν> μου λέει η Βικτόρια και εγώ απλά θέλω να την χαστουκίσω. Πες της βρε βλακα να μην πάω, τέτοια ξεφτίλα δεν την δέχομαι.
<ααα πάρε και αυτα, τα ρέστα δικά σου> μου λέει ο αλεξ και μου δίνει 50 δολάρια. Τα περνώ και πηγαίνω να πάρω τον καφέ στην ηλιθια.

Με εξευτέλισε ακόμη μια φορά μπροστά της, ποιος σκατα νομίζει ότι είναι. Τι του έχω κάνει και μου φέρετε με αυτον τον τρόπο. Της παραγγέλνω τον καφέ της και γυρνάω στην εταιρία χτυπάω την πόρτα μπαίνω μέσα, εκείνη στην ίδια θέση, δεν άλλαξε τίποτα.

<οριστε> λέω και αφήνω τον καφέ της συο γραφείο, περνώ τα 50 δολάρια που μου έδωσε και του τα αφήνω ακριβώς μπροστά του στο γραφείο
<και αυτα κρατηστε τα για να βγάζετε την αγαπημένη σας, από εμένα δώρο ο καφές> τους λέω και φεύγω

Δεν θα αφήσω κανέναν να με προσβάλει με αυτόν τον τρόπο, εκείνη βγήκε κατά το μεσημέρι στις 2. Σκοτώθηκε στην δουλειά σήμερα. Μετά από λίγο έρχεται η Στέλλα, με κατεβασμένα τα μούτρα

<ο Γιώργος ούτε που μου μιλήσε> λέει στεναχωρημενα
<άκου με εδώ και βαλτα καλά στο μυαλό σου, μην του ξανά πεις καλημέρα, όταν θα τον βλέπεις θα αδιαφορεις και θα αλλάζεις δρόμο, δεν θα κάτσεις να σκάσεις για έναν γάιδαρο. Με κατάλαβες;>
<ναι ρε Λία μου, αλλά γιατί μου φέρετε έτσι; εχω δείξει ότι είμαι χαζογκομενα ; ή μήπως είμαι ασχημη;  τόσο χάλια είμαι ρε γαμωτο>
<είσαι πανέμορφη, απλά αυτός δεν μπορεί να το δει. Αυτός χάνει, όχι εσύ. Δεν θα τα βαψουμε μαύρα για τον Γιωργάκη, μην τρελαθούμε κιολας>
<Έχεις δίκιο ρε φιλενάδα, δεν θα σκάσω εγώ για έναν ηλιθιο, θα δει αυτός τι χάνει. Με αποφεύγει αυτός μία, τον αποφεύγω εγώ 100.>
<μπράβο αγάπη μου > της λέω και μετά μετά λίγο φεύγει. Και κανονίζουμε να παμς για φαγητό στο απο δίπλα εστιατόριο.

Όταν γυρίσα, τελείωσα ακόμη μερικές δουλειές και ήμουν έτοιμη να φύγω. Και έρχεται αυτός.

<απόψε θα έρθεις και εσύ μαζί μου στο εστιατόριο που έκλεισες ραντεβού με τον Άνταμς>
<λυπάμαι αλλά έχω κανονίσει> του λέω
<λυπάμαι που στο ξανά λέω αλλά εγω είμαι το αφεντικό, θα περάσω στις 8 20 να σε πάρω, βάλε κάτι καλό μπας και φύγει αυτο το χάλι από πάνω σου >
<δεν θα ερθω>
<θα το δούμε >

Καλά αλεξ, να δούμε ποιος θα δει τι. Ηλιθιε!
Μόλις πήγα να φύγω, ένα μαύρο αμάξι περνάει από μπροστά μου καταβάσεις τα τζάμια και μου έκανε κίνηση με το χέρι του να μπω μέσα. Σκύβω να τω ποιος είναι, και ήταν ο Ρον.

<μπες μέσα θα σε πάω εγώ σπίτι > μου λέει
Θα είχα αρνηθεί αλλά εκεινη τη στιγμή περνούσε ο αλεξ. Και ήταν η σειρά μου να τον νευριασω, δεν θέλει να έχουμε σχέση οι υπάλληλοι του. Τώρα θα δεις!
<έρχομαι> του λέω κι μπαίνω χαρούμενη με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά στο αμάξι του.

<Ωραίο το αμάξι σου> του λέω κολακευοντας τον. Οι άντρες έχουν θέμα με τα αμάξια, όλοι πιστεύουν πως έχουν το ομορφότερο και άμα τους το θίξεις άσε καλύτερα.
<σε ευχαριστώ πολύ, που μένεις λοιπόν όμορφη;>
Του λέω την διεύθυνση και φτάνουμε σπίτι, δεν ήθελα να του πω να έρθει πάνω. Φοβάμαι μην το παρεξήγησει και απλά του λέω ένα ευχαριστώ και  φεύγω.

Μπαίνω στο σπίτι μου, βγάζω τα ρούχα της δουλειάς, φτιάχνω στα γρήγορα μακαρόνια με κιμά, τρωω, συμμαζευω λιγο το σπίτι και πήγα να κάνω ένα ντουζάκι το σώμα μου μόνο αλλα χαλάρωσα για παραπάνω ώρα γιατί το ξερό άρχισε να παγώνει. Καθώς τυλιγα την πετσέτα για να βγω ακούω το κουδούνι να χτυπάει μανιωδώς, και τρέχω να ανοίξω.

Εεε δεν το πιστευω, ο αλεξ στο σπιτι μου με κουστουμι.
<Εσύ έτσι ανοίγεις τις πόρτες;>
<όπως μου κάνει κέφι τις ανοίγω, εσένα τι σε νοιάζει > άκου εκεί θα μας ζητήσει και τα ρέστα
<άμα ήταν κανένας βιαστής;>
<πρόβλημα μου>
<ακόμα δεν έχεις ετοιμαστεί;>
<σου είπα δεν θα έρθω>
<και εγώ είπα θα έρθεις>
<δοκίμασε με >
<είμαι το αφεντικό σου>
< και τι θα κάνεις; θα με απολύσεις; αντε λοιπόν τι περιμένεις; καντο!>
<μην με προκαλείς>
<μωρέ τι μας λες, αντε τραβά στην δικιά σου, αυτήν να πάρεις μαζί σου>
<εσύ είσαι η γραμματέας μου, αλλά απο ότι φαίνεται προτιμώ να πάρω δίπλα μου μια γυναίκα με κύρος και φινέτσα, έχεις δίκιο. Θα παρω την Βικτωρία> μου λέει γεμάτο ύφος
<βρε αντε μου στο διαολο λέω εγω> και του κλείνω την πόρτα στα μούτρα.

Άκου εκεί θα μας την πει κιολας ο μαλακας, ποιος νομίζεις ότι είσαι βρε βόδι; με συγχυσε βραδιάτικα. Ο ηλιθιος. Θα δει αυτός αύριο.

Ελπίζω να σας άρεσε !!!!! ♡♡♡

City Of LoveWhere stories live. Discover now