κεφ 6

68 6 3
                                    

ΜΕΡΙΑ ΑΛΕΞ
Της είπα να μπει στο αμάξι μου να την πάω σπίτι της. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω γιατί το είπα απλά εκείνη τη στιγμή ένιωσα από μέσα ότι έπρεπε να την πάω σπίτι. Βέβαια όπως ήταν αναμενόμενο μου είπε όχι. Όταν άκουσα εκείνους τους μαλάκες να της μιλάνε τόσο πρόστυχα, δεν ξέρω πως κρατήθηκα και δεν σηκώθηκα να τους σαπίσω στο ξύλο. Αλλά τι; Εγώ είμαι καλύτερος ; Μήπως εγώ της μίλησα καλύτερα; Όχι βέβαια ένας μαλακας σαν όλους τους υπόλοιπους είμαι και εγώ. Δεν έφταιγα εκείνη τη στιγμή θόλωσα όταν την είδα να χορεύει με έναν άλλον. Στο τέλος ευτυχώς δέχτηκε να την πάω σπίτι της και άφησε τα πεισματα. Ήξερα εξαρχής ότι μου είπε ψέματα για το πού μένει απλά δεν ήθελα να τη φέρω στα όριά της πάλι. Βέβαια δεν ήθελα να χάσω την ευκαιρία να μάθω πού μένει και αφού εκείνη νόμιζε πως εγώ έφυγα, την ακολούθησα με τα πόδια να δω πού θα πάει τελικά. Τελικά πήγα ξανά στο πατρικό της όπως το είχα υποθέσει. Όταν είχα ρωτήσει όμως τους γείτονες άμα μένει ακόμα εδώ πέρα η γιαγιά, μου απάντησαν πης πρέπει μετακόμισε και έτσι υπέθεσα ότι θα είχε μετακομίσει και η ίδια. Μετά έφυγα για το σπίτι μου για κάποιο γαμημένο λόγο ήθελα να βρίσκεται αυτή τη στιγμή μαζί μου. Γαμώτο μου! Τι κάθομαι και σκέφτομαι. Όλη αυτή η κατάσταση με είχε πονέσει κάποτε δεν θα το αφήσω να ξαναγίνει ποτέ ξανά. Αύριο το πρωί θα της βάλω να κάνει την μια δουλειά μετά την άλλη και να μην μπορεί να πάρει κεφάλι και πόσο μάλλον να φλερτάρει. Την κουρτίνα, που χωρίζει με μια μεγάλη τζαμαρια τη θέα που μου προσφέρει το γραφείο της, θα την ανοίξω για να βλέπω τι γίνεται κιόλας. Δεν θα με γλενταει αυτή εμενα αλλά εγώ αυτήν. Άμα τον ξανά δω τον αλλον κοντά της θα τον απολύσω.

ΜΕΡΙΑ ΑΜΕΛΙΑΣ
Ξύπνησα και αποφάσισα να βάλω μια μαύρη δερμάτινη φούστα, από πάνω μια κολλητή μπλούζα που έχει και ζιβάγκο σε μπεζ χρώμα, τις μαύρες δερμάτινες μέχρι το γόνατο μποτάκια μου, έφτιαξα λίγο τα μαλλιά μου, έβαλα κραγιόν μάσκαρα και ήμουν πανέτοιμη. Το παλτό, την τσάντα και έφυγα. Έφτασα στην ώρα μου στο γραφείο και εκείνη τη στιγμή μπήκε και το αφεντικό μην χεσω.

<στο γραφείο μου τώρα> μου λέει αυταρχικα και αφήνω τα πράγματα μου στο γραφείο και πηγαίνω στο δικό του, χτυπάω αλλά δεν ακούω περαστε θα μπω αφού έτσι και αλλιώς με περιμένει, πήρα και το μπλοκάκι μου σε περίπτωση που θέλει να κρατήσω σημειώσεις.

<ποιος σου είπε να μπεις;> γουρούνι
<δεν ήξερα κύριε Γκρέι> λέω και πάω να βγω
<τέλος πάντων κάτσε που σε θέλω μερικά πράγματα> είπε και κάθισα σε μια από τις δύο πολυθρόνες
<αρχικά, θα μου φέρεις τον καφέ μου ξέρεις πως τον πίνω, μετά επειδή θέλω να ενημερωθείς για τα τελευταία χρόνια στο τι έχει συμβεί στην εταιρία, θέλω να κάνεις μια απογραφή των τελευταίων 4 χρόνων σε πωλήσεις μέχρι αύριο και τέλος θέλω να κλείσεις ραντεβού με τον Άνταμς σε ένα ακριβό εστιατόριο άγριο στις 9 το βράδυ, κατανοητα ; >
<ναι> απαντάω
<αντε τωρα τραβά φέρε τον καφέ μου > λέει και φεύγω

Στο λαιμό να σου κάτσει καθίκι, πήγε και μου ζήτησε απογραφή πωλήσεων των τελευταίων 4χρονων, γιατί θεε μου; τι εχω κανει και τα τραβάω όλα αυτα; τελικά είναι μεγάλο καθίκι. Τον μισώ, τον μισώ, τον μισώ. Θα δει αυτός όμως, σκέτο τον πίνει τον καφέ ούτε ζάχαρη δεν βάζει. Να μου πεις τέτοιο δηλητήριο που είναι αυτός τι να του κάνει ο σκέτος καφές; τίποτα. Αλλά μωρό μου θα σου βάλω λίγο αλάτι μπας και πεθάνεις. Βλακα, εε βλακα. Του έφτιαξα τον καφέ όλως ακριβώς τον ήθελε και πήγα χαμογελαστή και χαρούμενη να του αφήσω τον καφέ. Πόσα θα ήθελα να δω τα μούτρα του όταν πίνει τον καφέ αλλά δεν πειράζει καλύτερα να μην με βλέπει μπας και γλυτώσω μετά. Του αφήνω τον καφέ του λέω και ένα ορίστε, σιγά μην ζητούσε και ευχαριστώ ο ηλιθιος το γουρούνι. Και πήγα στο γραφείο μου, αυτό που δεν περίμενα με τίποτα να δω είναι κουρτίνες οι δικές τους ανοιχτές. Όχι ρε γαμωτο, θα πιει τον καφέ και θα με δει.

Πήγα έκατσα στο γραφείο μου και είχαμε φάτσα κάρτα τα μούτρα του μπροστά μου κάθε φορά που θα σηκώνω το κεφάλι θα τον βλέπω. Και εκείνη τη στιγμή πιάνει τον καφέ, πάει να τον βάλει στα χείλη και με κοιτάει, τον πίνει και αμέσως τον φτύνει. Το θέαμα τέλειο. Τέλειο τι να σας λέω. Γυρνάει και με κοιτάει με ένα θυμωμένο βλέμμα και χωρίς να καλέσει καν την ενδοεπικοινωνια, αρχίζει και φωνάζει
<ΑΛΕΛΙΑ ΤΩΡΑ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΟΥ > φώναξε και τον άκουσε όλοι. Βγαίνω με αργά βήματα και κατευθύνομαι για το γραφείο του, οι άλλοι με κοιτάνε νε περιέργεια. Από την μία θέλω τόσο πολύ να γελάσω αλλά δεν θα το κάνω. Και μπαίνω μέσα.
<τι σκατα έβαλες στον καφέ μου;>
<τίποτα, τον έφτιαξα έτσι όπως τον πίνετε>
<έβαλες αλάτι αμελια μην λες ψέμματα >
<αλήθεια ;> ρωτάω δήθεν έκπλητη
<Αμέλια κοφτό> ακούγεται τόσο ωραίο το όνομα μου από τα χείλη του. Συγκροτήσου Αμέλια.
<εγώ νόμιζα έβαλα ζάχαρη > λέω δήθεν στεναχωρημενη
<αφού δεν τον πίνω με ζάχαρη >
<πλάκα κανετε;>
<Αμέλια κοφτό γιατί θα σε γαμησω >
<μίλα μου καλύτερα>
<και εσύ με ειλικρίνεια>
<έμαθα τα ψέματα από εσένα γιατί εγώ είμαι ειλικρινής άνθρωπος>
<από εμένα ; μετά από αυτό που έκανες;>
<τι σου έκανα;> εγώ του φέρθηκα τέλεια, μιλάει και από πάνω
<φύγε και μην ξανά γίνει γιατί αλλιώς θα φεύγεις 10 από εδώ μέσα, τώρα βγες έξω >
<ηλιθιε> λέω σιγανά καθώς κλεινω την πόρτα του
<σε ακούω>
<σε ακούω > είπα μιμουμενη αυτόν
<πάλι σε ακούω >
Κοπανε. Δούλευα και είχα για θέα αυτόν, έλεος δηλαδή. Κατά τις 4 τελείωσα, αλλά όχι την δουλεια που μου έβαλε. Και έτσι ξεκίνησα δουλειά για την απογραφή. Κάπου στις 5 30 ηρθε ο Ρον και έκατσε να με βοηθήσει, αλλά έβλεπα τον Αλεξ να σκάει από μέσα. Μέχρι που σηκώθηκε από την καρέκλα του.

Πως σας φάνηκε αυτό το κεφάλαιο; ελπίζω να σας άρεσε❤❤❤

City Of LoveTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang