1

145 16 29
                                    

31 Οκτωβρίου...


Η ώρα κόντευε έντεκα το βράδυ και το χώμα ήταν νωπό στο Active Tribe Courtown Woods της κομητείας Wexford στην Ιρλανδία. Ένα τσούρμο εφήβων έτρεχε εκστασιασμένο. Το μόνο που μπορούσε να διακρίνει η Ophelia ήταν οι μαύροι χιτώνες που έγλυφαν το γρασίδι, κεφάλια, νεκρών ζώων και γέλια. Μαζεύτηκε και κατέβασε τα μανίκια της ζακέτας της για να ζεσταθεί από την υγρασία.

Δεν της άρεσε αυτή η ημέρα, δεν έβρισκε τίποτα ιδιαίτερο στο να ντύνεται και να μεταμφιέζεται σε κάτι που δεν έβγαζε νόημα για εκείνη. Halloween: κατά την παράδοση, οι Κέλτες, οι πρόγονοί της, γιόρταζαν μ' αυτόν τον τρόπο το τέλος της σοδειάς και καλωσόριζαν τον χειμώνα που έφερνε και τον "θάνατο" της γης - ήταν η δική τους παραμονή πρωτοχρονιάς. Επίσης, πίστευαν πως στο μεταίχμιο αυτό, άνοιγε μια πύλη και οι νεκροί επισκέπτονταν τη γη και βοηθούσαν τους ζωντανούς να προβλέψουν το μέλλον τους. Βέβαια, όλα είχαν μια καλοσυνάτη χροιά που στα βάθη των αιώνων έγινε υποχθόνια.

Πώς θα μπορούσε άλλωστε να κρατήσει την αρχική της μορφή αυτή η γιορτή, όταν οι άνθρωποι άλλαξαν με μοναδικό τους σκοπό να ποτιστούν και να μυηθούν στην ακολασία και στο ποτό και να αφεθούν στους δαίμονες που παραφυλάνε την ημέρα αυτή για να καταλάβουν κάποιο αδύναμο σώμα που οργιάζει στον βωμό της λατρείας του σκότους;

Αυτές τις σκέψεις είχε η Ophelia που έβαλε την κουκούλα της και μαζεύτηκε καθώς η φίλη της η Gladys την έσπρωχνε για να συνεχίσει να βαδίζει στο σκοτεινό μονοπάτι. 

«Ophelia, περπάτα, θα μείνουμε πίσω», παραπονέθηκε καθώς το φως από τα φαναράκια απομακρύνονταν.

Με την Gladys ήταν φίλες από μικρά παιδιά. Στην ίδια γειτονιά μεγάλωσαν, μοιράζονταν το ίδιο θρανίο και σχεδόν τις ίδιες απορίες καθώς μεγάλωναν. Εκείνη όμως ήταν πιο εξωστρεφής, δεκτική και χαιρόταν τους φίλους και τις εμπειρίες που γέμιζε μαζί τους, σε αντίθεση με την Ophelia που ήταν εσωστρεφής και απολάμβανε την απομόνωση.

«Ophelia, συγκεντρώσου. Μείναμε μόνες», ψέλλισε και αγκάλιασε τους ώμους της. «Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε με τα χέρια της να τρέμουν.

«Προχωράμε προς τον ήχο», απάντησε η ξανθιά κοπέλα κάνοντας ακόμα ένα βήμα και, ενώ και η Gladys άρχισε να πανικοβάλλεται, η Ophelia συγκεντρώθηκε πλήρως στους διάφορους ήχους που αναδύονταν μέσα από το πυκνό δάσος: στον σκίουρο που πάλευε με το βελανίδι του, στη μουσική και τις φωνές ευθεία μπροστά της, στις κοφτές ανάσες της φίλης της στ' αριστερά της και στη βαριά ανάσα που έγλειφε θαρρείς τον λαιμό της στα δεξιά της.

Δαιμόνιος έρωταςWhere stories live. Discover now