3

77 13 12
                                    

«Είσαι βέβαιη πως αυτό θες;» Ο Shallow ουσιαστικά δεν της απάντησε, της παραχώρησε το αναφαίρετο δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής, μόνο που δε γνώριζε για πόσο θα ήλεγχε τον κατώτερό του εαυτό μαζί της. Του ήταν δύσκολο να τον δαμάζει, μα έπρεπε να την προσεγγίσει με τον σωστό τρόπο για να την κατακτήσει ολοκληρωτικά.

«Θα αφήσω το ένστικτό μου να μ' οδηγήσει και θα τολμήσω να πω πως δε θα βιαστώ. Θα περιμένω να γεννηθεί σ' εσάς άρχοντα μου, η επιθυμία να μοιραστείτε μαζί μου το μυστικό σας.» 

Από το μυαλό της περνούσαν δύο εκδοχές: πως ήταν τόσο αποκρουστικός που και ο ίδιος ντρεπόταν για την εμφάνισή του ή πως ήταν ομορφότερος απ' όσο μπορούσε να φανταστεί. Μα το κυριότερο ερώτημά της ήταν: Γιατί ενώ θα έπρεπε να την έχει καταβάλει ο τρόμος, αισθανόταν ηρεμία;

«Αυτό δε θα συμβεί ποτέ», τη διαβεβαίωσε κατεβάζοντας το κεφάλι του στον ώμο της να απολαύσει το αισθησιακό άρωμα που αναδυόταν από τη φρέσκια επιδερμίδα της.

«Όπως λαχταράτε, άρχοντά μου», ψέλλισε ασάλευτη. 

Σε κάθε του ρουθούνισμα η ανάσα του έμοιαζε να μπαίνει κάτω από το δέρμα της και να απλώνεται στις φλέβες και στα κύτταρά της. Φόβο, αναστάτωση και διέγερση, αυτά αισθανόταν η Eve όσο τα μάτια του μαρκησίου ήταν καρφωμένα στον λαιμό της φλερτάροντας με τα αγγεία της που πάλλονταν μεταφέροντάς του κάθε της συναίσθημα.

«Θέλω να σε γευτώ», της είπε, και η γλώσσα του άρχισε να κολλάει αισθησιακά πάνω του.

Τα βλέφαρα της Eve έκλεισαν και ο τρόμος έκανε ξανά την εμφάνισή του κυριεύοντάς την. Τι σήμαιναν οι λέξεις που βγήκαν από τα χείλη του; Ήταν μεταφορικές ή κυριολεκτικές; Ήταν κάποιο είδος παιχνιδιού ή πόθου;

«Με συγχωρείτε άρχοντά μου, μα δε σας καταλαβαίνω», πρόλαβε να πει προτού τα μακριά και μυτερά του δόντια βυθιστούν απαλά στην καρωτίδα της, απαντώντας στην πράξη σε κάθε της ερώτημα και αρχίζοντας να ρουφάει λυσσασμένα το αίμα της, λες και παρέμενε για πολλά χρόνια διψασμένος και αφυδατωμένος, ώσπου ένα ελαφρύ μούδιασμα και μια γλυκιά ηδονή την έκαναν ν' αφεθεί στα χέρια του με τις αισθήσεις της να σβήνουν λεπτό το λεπτό όπως και οι ηδονικές κραυγές της, πέφτοντας λιπόθυμη στην αγκαλιά του.

Aυτός έμεινε να την κοιτά δακρύζοντας. Καμία κοπέλα δεν άντεχε τις δαγκωματιές του, όλες έχαναν τις αισθήσεις τους και βυθίζονταν σε ύπνο βαθύ, αφού το δηλητήριό του εξαπλωνόταν με ταχύ ρυθμό στον οργανισμό τους. Κι όταν ανακτούσαν τις αισθήσεις τους, αυτό το δηλητήριο τις γέμιζε ευφορία και τις έκανε να ποθούν κι άλλο μιας και όλες τους, όπως κάθε άνθρωπος, βασανίζονταν από σκέψεις αρνητικές και βλαβερές για την ψυχή και το σώμα τους. Δεν ήταν αυτός ο σκοπός του, δε λογάριαζε καμιάς τα συναισθήματα παρά μόνο τα δικά του που κυριεύονταν από την αδιάκοπη δίψα του. Όμως αυτή η νεαρή ήταν διαφορετική απ' τις άλλες και πίστευε πως θα είχε ανοσία στην εθιστική ουσία που παρήγαγαν οι σιελογόνοι αδένες του κατά τη διάρκεια που έκλεινε τις γνάθους του, σκίζοντας τις νεανικές, αψεγάδιαστες σάρκες τους.

Δαιμόνιος έρωταςWhere stories live. Discover now