8

77 10 11
                                    

Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που η Ophelia το μόνο που κατάφερε να κάνει ήταν να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρά της και είχε κιόλας βρεθεί σε μια πολυτελή βίλα στα προάστεια της κομητείας Wexford, εκεί που οι απλοί άνθρωποι δεν είχαν θέση. Αναγνώρισε αμέσως το μέρος καθώς έβλεπε από τη μεγάλη τζαμαρία το Clayton Whites hotel, ένα από τα πιο γνωστά πεντάστερα ξενοδοχεία της Ιρλανδίας. Η βίλα ήταν σ' ένα ύψωμα, αυτό το είχε καταλάβει, όμως δεν είχε ιδέα για το πού ακριβώς βρισκόταν.

Το κορμί της είχε παραλύσει από τον φόβο, η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που ήταν σίγουρη πως στον επόμενο χτύπο θα έβγαινε από το στέρνο της. Ήταν ο δαίμονας αυτός που την πήρε και την μετέφερε εκεί, δεν ήταν άνθρωπος, δεν ήταν μάγος, ήταν ο δαίμονας, αυτός που χάιδευε τον λαιμό της με την ανάσα του, αυτός που εξέφρασε την επιθυμία του ανοιχτά: ήθελε την ψυχή της.

Μόλις την άφησε να πατήσει τα πόδια της στο μάρμαρό, άρχισε να την περιεργάζεται στρέφοντας τον αυχένα του δεξιά κι αριστερά. Ήταν όμορφη, με μεγάλα πράσινα μάτια, μακριά ξανθά μαλλιά, γαλλική μύτη, αψεγάδιαστη επιδερμίδα, κορμί γεμάτο καμπύλες κι ένα βλέμμα σπιρτόζικο που δήλωνε την περιέργειά της εκτός από τον φόβο της.

«Δε θες να μάθεις τη συνέχεια αυτού που διάβασες;» τη ρώτησε κάπως ψυχρά.

«Πώς;» συνοφρυώθηκε η κοπέλα που το κεφάλι της πονούσε τρομερά, και το στομάχι της ανακατεύτηκε με αποτέλεσμα ν' αδειάσει στο καλογυαλισμένο μάρμαρο. Πώς ήταν δυνατόν να ήξερε ότι διάβασε το σημειωματάριο της Eve, αλλά και ποια ήταν η συνέχεια του; Η περιέργεια την είχε κατακλύσει όπως και ο τρόμος μη χάσει την ψυχή της.

«Εγώ σου το φανέρωσα», αποκρίθηκε με την μπάσα του φωνή, προσφέροντάς της το μαντίλι που είχε στην τσέπη του.

«Εσύ;... Γιατί να κάνεις κάτι τέτοιο;» απόρησε σκουπίζοντας το στόμα της και μόλις έκανε την κίνηση να του το επιστρέψει, αφού σκούπισε τα υπολείμματα και ανασήκωσε το κορμί της, ο χρόνος σταμάτησε. «Είναι κάποιο τελετουργικό για να πάρεις την ψυχή μου μελαγχολική; Σου προσφέρει ικανοποίηση;» ρώτησε. Μα όλα γύρω τους πάγωσαν, ως και η ανάσα της σταμάτησε κι ένα παράλληλο σύμπαν εναρμονίστηκε με τη στιγμή που το βλέμμα της συνάντησε το σκοτεινό δικό του και χάθηκαν και οι δυο τους στο πουθενά.

Η ματιά του τη ρούφηξε, το σαγόνι του σφίχτηκε και οι λεπτές ουλές που διακοσμούσαν την επιδερμίδα του γυάλισαν μόλις το πρώτο φως της ανατολής ήρθε σε επαφή με το δέρμα του, μοιάζοντας με μικροσκοπικούς κρυστάλλους που ήταν διασκορπισμένοι σε κάθε εκατοστό του αγριεμένου του προσώπου. Τα λεπτά του χείλη ήταν σαν να της μιλούσαν δίχως να κάνουν την παραμικρή κίνηση, σαν να της έλεγαν λόγια γεμάτα πάθος και νοσταλγία. Και η Ophelia ήθελε να μείνει σ' αυτά τα δευτερόλεπτα, ήθελε... ούτε η ίδια δεν ήξερε τι ήθελε, μα, παραδόξως, αισθανόταν όμορφα...

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Jan 06, 2023 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Δαιμόνιος έρωταςWhere stories live. Discover now