... Ο ουρανός ήταν καταγάλανος και ο υπέρλαμπρος ήλιος έλουζε το παραδεισένιο τοπίο. Τα πλούσια νερά του καταρράκτη έπεφταν με ορμή στο γεμάτο πολύχρωμα νούφαρα ποτάμι. Μια νεαρή, γυμνή κοπέλα καθόταν στις όχθες του, κάτω από μια σκούρα πορφυρή, υπεραιωνόβια οξιά, χτενίζοντας με τα δάχτυλά της τα λαμπερά, ασημένια της μαλλιά που έφταναν μέχρι τους αστραγάλους της. Το γυμνό της κορμί ήταν γεμάτο καμπύλες, τα στήθη της σφριγηλά, οι θηλές της διογκωμένες, η επιδερμίδα της αλαβάστρινη και τα μάτια της είχαν το χρώμα του ωκεανού και ήταν κρυστάλλινα σαν τα νερά του που θαρρείς χύνονταν ακούσια από τους δακρυϊκούς της πόρους.
Λίγα μέτρα μακριά της, πίσω από κάτι δέντρα, κρυβόταν ο παρατηρητής της που, μόλις κατάλαβε πως αυτή η όμορφη κοπέλα έκλαιγε, βγήκε από την κρυψώνα του, έτρεξε κοντά της και, σα διάβασε τις σκέψεις και ένιωσε την ανησυχία της, γονάτισε μπρος στα μακριά της πόδια και την κοίταξε κατάματα.
«Η οξιά πεθαίνει και μαζί της θα σβήσει και η δική σου ανάσα», της είπε κλείνοντας το αριστερό χέρι της στα δικά του.
Η κοπέλα τότε μετακίνησε το βλέμμα της στα άκρα της κι έπειτα είδε έναν νέο με σγουρά, μακριά, καστανά μαλλιά και σχεδόν λευκά μάτια να την κοιτάζει. Το δέρμα του έμοιαζε απαλό, το σώμα του σμιλεμένο κι εκείνη πήρε τις τούφες που έπεσαν στα δάχτυλα του ελεύθερου χεριού της και τις πέταξε στον ποταμό.
«Της χαρίζω τα μαλλιά μου για να της δώσω και πάλι ζωή», απάντησε πετώντας ακόμα μια τούφα στο νερό που μετατράπηκε αστραπιαία σε χρυσό φως και ακολούθησε την αντίθετη ροή του ποταμού για να φτάσει στην οξιά και να απορροφηθεί από τις ρίζες της.
«Δε μου αρέσει να σε βλέπω να κλαις. Ο θάνατος είναι μια φυσική και απαραίτητη διαδικασία. Άφησέ τη ν' αναπαυθεί», της χαμογέλασε ο νεαρός κλείνοντας αυτή τη φορά και τις δυο της παλάμες στις δικές του, για να τη σταματήσει.
«Αισθάνομαι τον πόνο της, ακούω τα δάκρυά της. Δεν μπορώ να την αφήσω να υποφέρει.»
Απάντησε με τα μάτια της καθηλωμένα στα δικά του. Κι εκεί ένιωσε μια σύνδεση, μια αόρατη κλωστή που ένωνε τον νέο μαζί της. Τα μάτια της στέγνωσαν και ο πόνος της οξιάς σώπασε όπως και η καρδιά της νεαρής που σταμάτησε τη στιγμή που η θεϊκή πνοή δραπέτευσε από τον κορμό του δέντρου και διασκορπίστηκε σε χιλιάδες μικρές δεσμίδες φωτός, κάνοντας τον άντρα να πενθήσει για πρώτη φορά, παρότι γνώριζε πως ο θάνατός τους θα τις αναγεννούσε, χαρίζοντάς τους και πάλι σάρκα, οστά και ουράνιο πυρ ώστε να επανέλθουν στη γη έχοντας μια πιο εξελιγμένη μορφή από την προηγούμενη.

أنت تقرأ
Δαιμόνιος έρωτας
خارق للطبيعةHalloween: η μοναδική νύχτα που ενώνει τον κόσμο των νεκρών και των υποκόσμιων πνευμάτων με αυτόν των ζωντανών, σύμφωνα τουλάχιστον με τις Κέλτικες δοξασίες και ιεροτελεστίες απ' όπου και προέρχεται αυτή η γιορτή. Θα μπορούσαν άραγε τα πνεύματα να ζ...