Πιο κοντά.

446 26 1
                                    

Έκλαιγε στην αγκαλιά μου για ώρες. Η καρδιά μου είχε γίνει χίλια κομμάτια.

Είχε ξαπλώσει στο στέρνο μου και με είχε αγκαλιάσει. Εγώ έπαιζα με τα μαλλιά του γιατί ξέρω πως τον χαλαρώνει.

Ξαφνικά σηκώθηκε από το κρεβάτι και βγήκε στο μπαλκόνι. Ξαφνιάστηκα, σηκώθηκα και τον ακολούθησα. Τον ακούμπησα στην πλάτη και τον ρώτησα:

- Όλα καλά;
- Συγγνώμη.
- Συγγνώμη;

Ρώτησα με ένα άβολο γέλιο:

- Που με είδες έτσι σήμερα.

Τον αγκάλιασα και του είπα:

- Δεν υπάρχει κάτι να ζητάς συγγνώμη. Θα είμαι πάντα δίπλα σου όταν το χρειάζεσαι.

Τον έπιασα από τους ώμους και του χαμογέλασα:

- Καλύτερα να πάω πίσω στο δωμάτιο. Πρέπει να κοιμηθείς.

Είπα και μπήκα στο δωμάτιο. Πρωτού ανοίξω την πόρτα για να φύγω τον άκουσα να λέει:

- Σε παρακαλώ μείνε μαζί μου. Έστω και για λίγο.
- Είναι ο μικρός μον-
- Σε παρακαλώ.
- Μόνο για λίγο.

Καθίσαμε έξω στο μπαλκόνι.

Είχαμε τυλιχτεί με κουβέρτες και απλά κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον.

Ένιωθα άβολα που δεν λέγαμε τίποτα. Σηκώθηκα από τον καναπέ χωρίς να ξέρω τι να κάνω:

- Τι έγινε;
- Εε..., θα φέρω κάτι να πιω θες και εσύ τίποτα;
- Όχι, σε ευχαριστώ.

Βγήκα από το δωμάτιο και κατέβηκα στην κουζίνα. Έβαλα λίγο χυμό σε ένα ποτήρι και μέσα σε δευτερόλεπτα ο χυμός βρισκόταν στο πάτωμα. Ήταν η Βάσια.

Ιάσωνα

Άκουσα ένα ποτήρι να σπάει. Τρόμαξα και έτρεξα κατευθείαν κάτω. Πριν κατέβω τις σκάλες άκουγα την Χριστίνα με την Βάσια να μιλάνε:

- Γιατί το έκανες αυτό;

Είπε η Χριστίνα φανερά εκνευρισμένη.

- Ω, γλυκιά μου με συγχωρείς. Δεν το είδα.

Συνέχισε η Βάσια με ειρωνεία.

Η Χριστίνα την έπιασε από τα μαλλιά και την έγειρε προς τα πίσω. Την έπιασε από το σαγόνι και της είπε:

- Με έχεις φτάσει στα όρια μου. Έχω ανεχτεί πάρα πολλά από εσένα.
- Άσε με, με πονάς.
- Θα σε συμβούλευα να μην συνεχίσεις ότι κάνεις γιατί δεν θα σου βγει σε καλό.

Wow. Αυτό δεν το περίμενα. Είμαι περήφανος.

Την άφησε και η Βάσια κατευθυνόταν προς τα σκαλιά. Εγώ κατέβηκα και πήγα στην κουζίνα. Η Χριστίνα ήταν σκυμμένη στο πάτωμα και μάζευε τα γυαλιά από το ποτήρι:

- Ας τα, θα κοπείς.

Δεν πήρα απάντηση. Συνέχισε να μαζεύει τα γυαλιά χωρίς να μου δώσει σημασία:

- Άου.
- Κόπηκες;

Έκατσε στο πάτωμα, ακούμπησε την πλάτη της στον πάγκο και κοιτούσε την πληγή με τα δάκρυα να κυλάνε από τα μάτια της:

- Έι, γιατί κλαις;

Είπα και έπιασα το δάχτυλο που είχε κοπή:

- Δεν φαίνεται τόσο βαθιά η πληγή.
- Καλά είμαι, απλά με πόνεσε το κόψιμο.

Είπε και έκανε να σηκωθεί. Την έπιασα από το χέρι φέρνοντας την κοντά μου:

- Τι έγινε; Γιατί κλαις;
- Ιάσωνα σου είπα είμαι καλά.

Είπε ενώ τα δάκρυα συνέχιζαν να τρέχουν από τα μάτια της.

- Είμαι σίγουρος πως δεν είναι από την πληγή. Απλά πες μου.

Την σήκωσα και την κάθισα στον πάγκο.

Έβαλε το κεφάλι της στον ώμο μου και συνέχισε να κλαίει. Την αγκάλιασα και της χαΐδευα την πλάτη:

- Σσσς. Όλα καλά.

Χριστίνα

Δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω.
Δεν μπορώ να το σταματήσω.
Νιώθω πιεσμένη.

Με έχει στην αγκαλιά του και νιώθω ασφάλεια. Δεν θέλω να φύγω από εκεί μέσα.

Με έβγαλε από την αγκαλιά του και με κρατούσε από τους ώμους:

- Σήκω πάμε.

Τον κοίταξα με απορία προσπαθώντας να καταλάβω τι έχει στο μυαλό του:

- Που πάμε;

Του είπα και κατέβηκα από τον πάγκο. Με έπιασε από το χέρι και ξεκίνησε να περπατάει προς την πόρτα του σπιτιού.

- Θα δεις.
- Είμαστε με τις πιτζάμες.

Δεν έδωσε σημασία και βγήκαμε από το σπίτι. Μπήκαμε στο αμάξι και ξεκίνησε να οδηγάει:

- Ιάσωνα ο Μάνθος;
- Μην ανησυχείς.

Συνέχισε να οδηγάει χωρίς να ξέρω τον προορισμό.

Άνοιξα το παράθυρο και ένιωσα τον αέρα να χτυπάει το πρόσωπο μου και τα μαλλιά μου να πεταρίζουν.

Σταματήσαμε έξω από ένα μαγαζί με cupcakes. Το δικό μας μαγαζί με cupcakes. Από όταν ήμασταν μικροί όποτε βλέπαμε ο ένας τον άλλον στεναχωρημένο ξέραμε ότι ήταν η ώρα που θα πηγαίναμε και θα αγοράζαμε ένα κουτί cupcakes και θα τρώγαμε μέχρι να σκάσουμε:

- Σε 5 λεπτά είμαι πίσω.

Βγήκε από το αυτοκίνητο και μετά από λίγο επέστρεψε με ένα κουτί cupcakes.

Χαμογέλασα και δάγκωσα ένα cupcake:

- Είναι ακόμα τα ίδια.

Τι Και Αν...Donde viven las historias. Descúbrelo ahora