There is a house built out of stone
Wooden floors, walls and window sillsOut in the garden where we planted the seeds
There is a tree as old as meI built a home
Until it disappearedAnd now, it's time to leave
and turn to dust
Η μαύρη τσαγέρα ήταν καυτή, το νερό αχνιστό σαν έπεφτε στην κούπα. Μια ζωή θυμόταν τη Λενιώ να της φωνάζει, 'Με τη πετσέτα πιάσ'τη Δρόσω! Θα καείς'. Τώρα κρατούσε σφιχτά την λαβή με τη γυμνή παλάμη της. Το ένιωθε το κάψιμο, μα δε καιγόταν· από φωτιά ήταν κι εκείνη καμωμένη. Πώς να καεί η φωτιά.
Σα δηλητήριο έτρεχε το αίμα στις φλέβες της από εκείνη τη μέρα. Με κάθε χτύπο κυλούσε όξινο, μιασμένο. Αν έκοβε τον καρπό της θα κυλούσε έξω πράσινο. Θα έσταζε στο πάτωμα με έναν ήχο εκκωφαντικό, θα έλιωνε το ξύλο. Δε θα το άντεχαν οι τάβλες που ο πατέρας της είχε χτίσει.
Αν... αυτό... γεννιόταν... θα ήταν άρρωστο κι εκείνο. Πράσινο.
Μίασμα, σκέφτηκε. Ο ατμός από το ζεματιστό νερό κολλούσε στο πρόσωπό της. Μίασμα...
Την καλούσε ο απήγανος από το ψάθινο καλάθι. Αιχμαλώτιζε το βλέμμα της, γαργαλούσε τα δάκτυλα της. Λίγος μόνο θα αρκούσε να διώξει το ξόρκι.
Άφησε τη τσαγιέρα στο μάτι. Με το ίδιο χέρι έπιασε την κούπα με τις παπαρούνες. Τις είχε ζωγραφίσει η ίδια κάποτε με μπογιές από κοχύλια που είχε φέρει η μητέρα της. Όταν η Βαλεντίνη έφυγε οι μπογιές ξεράθηκαν, έγιναν σκόνη σαν εκείνη. Μα ένα καλοκαίρι η εννιάχρονη Δρόσω τις είχε βρει καταχωνιασμένες σε ένα συρτάρι, έσταξε μέσα λίγο λάδι και εκείνες ζωντάνεψαν. Μια κόκκινη δαχτυλιά είχε βάψει το λευκό της φόρεμα, το θυμόταν. Μια μικρή κόκκινη δαχτυλιά.
Τώρα ο απήγανος ήταν ξερός καθώς τον έτριβε στην κούπα, της έγδαρε τα δάχτυλα. Λένε ξεραίνεται όταν ρουφάει κακή ενέργεια. Όταν έφερε το ρόφημα στα χείλη της η μυρωδιά του ήταν βαριά, πικρή.
Προσπάθησε να κρατήσει τη κούπα σταθερή να μη το χύσει, και ήταν δύσκολο. Κάτι έσταξε μέσα· μάλλον δάκρυ. Καλύτερα. Εξαγνισμός ήταν κι αυτό.
Το χτύπημα στο παράθυρο πέταξε τη κούπα από τα χέρια της, και τελικά χύθηκε ολόκληρο άθελά της. Απλώθηκε άσπλαχνα πάνω στις ξύλινες τάβλες του σπιτικού της, και καθώς το έκανε τις έβαψε σκούρες, μαύρες σχεδόν. Άρχισε να κοχλάζει. Φυσαλίδες αρχίνισαν να σκάνε στην επαφή με το οξυγόνο.
Το κοίταξε αμίλητη, σαν τρομαγμένο ζώο.
Ένα πουλί είχε χτυπήσει το τζάμι. Το βρήκε νεκρό να κείτεται πλάι σε μια πέτρα, στο ίδιο ακριβώς σημείο που ο Σέργιος είχε αφήσει την τελευταία του πνοή.
«Μη τα συμμερίζεσαι τα πουλιά, κόρη μου», θυμόταν τον πατέρα να της λέει. «Ζωάκια είναι, τι ξέρουν;» Μα θυμόταν κι εκείνες τις μουτζουρωμένες γραμμές στο χοντρό δερμάτινο βιβλίο με τα γνωμικά: Να προσέχεις τις βροντές μεσάνυχτα καλοκαιριού, και πουλί που χτυπάει στο παράθυρο. Κακοί οιωνοί, θα φέρουν αλλαγή και θάνατο.
Εν τέλει, δε φοβήθηκε. Μόνο πόνεσε. Πόνεσε για το μικρό πουλί, που ξεψύχησε μοναχό με τις πληγές του ανοιχτές. Χωρίς ένα χάδι να του δώσει δύναμη, ένα κελάιδισμα να του μερέψει την αντάρα. Τσακισμένα τα φτερά του, ορθάνοιχτα τα μάτια του και κενά, αδειανά. Άψυχα.
Το έπιασε τόσο απαλά, όπως κουβαλούσε παλιά στα χεράκια της τις πικραλίδες για να τις πάει στην Ασημίνα, ψιθυρίζοντας «Κάνε μια ευχή». Τότε που δεν είχε μάθει ακόμα ότι εδώ οι ευχές δεν έβρισκαν στόχο.
Έθαψε το μικρό πουλί στο σημείο που το βρήκε. Το χώμα ήταν βρεγμένο από τα δάκρυά της σαν αγκάλιασε το μικρό σώμα στοργικά, όπως μόνο εκείνο ήξερε.
Και έτσι γονατισμένη, με τα δάχτυλα πασαλειμμένα με λάσπη και αίμα, γλίστρησαν τα χέρια της στη κοιλιά της. Εκεί την ακούμπησε - για πρώτη φορά - στο σημείο που όλα ξεκίνησαν και όλα τέλειωσαν. Και ήταν ένα άγγιγμα απρόσμενα ήσυχο. Εύκολο. Δεν τραντάχτηκε η γη, δε σχίστηκε στα δυο ο ουρανός, μήτε ξέσπασαν φλόγες πράσινες να κάψουν το χορτάρι. Μόνο το δέρμα της ένιωσε, δικό της. Κατά δικό της, γνώριμο και αλάνθαστο. Και μια μικρή καρδία άρχισε να χτυπά αχνά μαζί με τη δική της. Ήσυχα και γοργά, σαν να φοβόταν να ακουστεί, σαν να πάσχιζε να κλέψει όσο περισσότερους χτύπους μπορούσε πριν την πιάσουν.
Εκείνη έκανε πως δεν την πρόσεξε.
Θρήνησαν μαζί το μικρό πουλί, αμίλητα από συμφωνία. Κι όταν σηκώθηκε και τίναξε από πάνω της το χώμα, πρόσεξε πως είχε αφήσει μια κόκκινη δαχτυλιά στο φόρεμά της. Μια μικρή, κόκκινη δαχτυλιά.
Τρεις λέξεις μουτζούρωσαν τις σκέψεις της. «Πρέπει να φύγω». Την κράτησαν ξάγρυπνη το βράδυ και κάθε βράδυ ώσπου έγραψε ένα απαίσιο γράμμα στις αδερφές της και σκαρφάλωσε σε ένα κάρο με μια μεγάλη βαλίτσα και ένα λεκιασμένο φόρεμα.
Πίστευε ακόμη πως το αίμα που κυλούσε στις φλέβες της ήταν μολυσμένο. Μα εκείνο που μεγάλωνε μέσα της γεννήθηκε φωτεινό, με τεράστια γαλάζια μάτια κι ένα γέλιο που έκανε τις πικραλίδες να χορεύουν και τα χαράματα να ανθίζουν.
Θαύμα ήταν, όχι μίασμα. Και δε θα άφηνε τίποτα να το αρρωστήσει.
Ούτε καν στο πιο άρρωστο μέρος του κόσμου.
YOU ARE READING
Κρυφό Γαλάζιο
FanfictionΜια εναλλακτική Β' σεζόν, όπου ο Κωνσταντής δε βρίσκει στην Τρούμπα δυο βασανισμένα γαλάζια μάτια... βρίσκει τέσσερα. [Canon-Divergence AU, Rated: M (περιγραφές ερωτικής πράξης, απρεπής γλώσσα, βία, πορνεία, ναρκωτικά), B26+] "Tο αίμα που κυλούσε στ...