Αλήθεια

216 8 5
                                    


I swallow things I receive from the monsters
My jaws keep on moving but I feel like a ghost

I swallow things in the heat of the moment
I swallow thoughts when I need them the most
I swallow words when I want to say sorry

No one will notice
'Cause my body is closed


Περπατούσε με το κεφάλι χαμηλά προσπαθώντας να κρύψει την αριστερή πλευρά του, πότε με τις σκιές που δημιουργούσε ο πρωινός ήλιος, πότε με το χέρι του. Το χωριό παρότι απασχολημένο πάντα είχε ένα περίσσιο βλέμμα να του ρίξει καθώς περνούσε, σούσουρο είχε ήδη αρχίσει πίσω από την πλάτη του.

«Γύρισε χτες ο Κωνσταντής... ένα μήνα τον έψαχναν».

«Είναι δυνατόν να εξαφανίστηκε έτσι στα καλά καθούμενα;»

«Θα τα προγκίξανε με τον Δούκα από όταν γύρισε από τα βουνά».

«Θα έμπλεξε πουθενά, δεν ήθελε και πολύ».

«Μπα, γκομενοδουλειά μου μυρίζει εμένανε».

«Θέλεις κάτι, Προκόπη;» ξέσπασε προς το καφενείο, στην είσοδο του οποίου είχε μαζευτεί το γνωστό πηγαδάκι.

«Εγώ; Μπα καλέ! Τι να θέλω εγώ Κωνσταντή μου. Να εδώ, λέγαμε με τον παππούλη πόσο καιρό έχουμε να σε δούμε. Καλώς όρισες».

Τους κοίταξε έναν έναν. Τον κουρέα, τον Παναγιώτη, τον παπά. Πίσω η Βιολέτα είχε σηκώσει κι αυτή κεφάλι από τον πάγκο και τον κοιτούσε. Ένα κοινό είχαν τα βλέμματα όλων, φόβο μασκαρεμένο σε ευγένεια. Ο Κωνσταντής κατάπιε τη γλώσσα του σαν τον αναγνώρισε. Όλοι έτσι τους κοιτούσαν, ήταν μακράν από την πρώτη φορά - κι αν δεν είχαν φόβο θα είχαν αποστροφή. Παρίας στο σπίτι του, παρίας στο χωριό του. Κάποτε δεν τον πείραζε, το 'χε καμάρι σαν την μάνα του να τον στραβοκοιτάζουν οι χωριάτες. Κάποτε... πολλά τα βάφτιζε φυσιολογικά.

«Καλώς σας βρήκα», μουρμούρισε μονάχα - έπειτα έβαλε το κεφάλι κάτω κι έφυγε, καταπίνοντας την πίκρα στο σάλιο του.

«Καλέ χτυπημένος είναι, το είδες το πρόσωπό του;»

Μα εκείνος μόνο συνέχισε να περπατά.

Ήταν βλάκας, δεν πέρασε από το δάσος. Θα μπορούσε να είχε χωθεί στα χαμόκλαδα, κανείς δε θα τον λοξοκοιτούσε εκεί. Συνήθισε μάλλον στην Αθήνα, που μέσα στον βόμβο χανόσουν κι εσύ και για μια στιγμή γινόσουν ο εαυτός σου. Τα χώματα που τόσο του είχαν λείψει φάνταζαν τώρα στεγνά... βρώμικα. Βρώμα παντού, όπου κοιτούσε. Ξηρός αέρας που κολλούσε στο λαρύγγι του και τον έκανε να βήχει, σαν το ίδιο του το σώμα ξαφνικά να τον απέρριπτε.

Κρυφό ΓαλάζιοWhere stories live. Discover now