Κατάρα

294 9 0
                                    


Under miles of stone,
the dried fig of her heart
under scarab and bone
starts back to its beating

He asks "Are you cursed?"
She says "I think that I'm cured"
Then she kissed him and hoped
that he'd forget that question


Πρέπει να καθόταν ώρες στο μαρμάρινο σκαλί. Είχε γύρει κι ακουμπούσε πάνω στη λευκή κολόνα παρότι ήταν κρύα και βρώμικη, δεν την πείραζε. Σε αυτά ήταν συνηθισμένη. Και τώρα κοιτούσε τον θλιμμένο ουρανό με τα άδεια της μάτια, με μια φωνή να αναρωτιέται μέσα της τι πήγε τόσο λάθος.

Τι, άραγε.

Αλήθεια προσπαθούσε να καταλάβει.

Θα ήταν εύκολο να ρίξει την ευθύνη σε κάποια κατάρα. Ένα μεσημέρι του Ιούνη είχε γεννηθεί, ανήμερα με το θερινό ηλιοστάσιο. Τη μεγαλύτερη μέρα του χρόνου, τότε ήρθε σε αυτόν τον κόσμο. Ίσως γι' αυτό να κουβαλούσε μέσα της το μεγαλύτερο σκοτάδι. Είχε δύσκολη γέννα η μάνα της, πόνους για ώρες ατελείωτες ώσπου η κυρά Δέσπω της είχε δώσει να πιεί χυμό από παπαρούνες να μερέψει. Το άνθος της λήθης, το βάφτιζε και το ξανά βάφτιζε. Μαγεία δεν ήταν αυτό; Μα η Δρόσω είχε ακούσει τις ιστορίες. Ήξερε ότι η μαγεία πάντα έρχεται με αντίτιμο. Ήξερε θρύλους για πλάσματα μυθικά με μια όψη απαίσια, που σκαρφάλωναν τις νύχτες στο στήθος τον κοιμισμένων και έκλεβαν την ανάσα από τα πνευμόνια τους, κάνοντας τους να πετάγονται στον ύπνο με μια αίσθηση ασφυξίας. Γυναίκες ήταν, με δέρμα σαπισμένο που έλιωνε, με ούλα τραβηγμένα και χείλη μαύρα και ξερά, με αραιά μαλλιά που ξερίζωναν στο αγέρι και μυρωδιά από τάφο και λιβάνι να περικλείει τη μορφή τους. Δεν ήθελαν να βλάψουν κανέναν, μόνο προσπαθούσαν μάταια να νιώσουν λίγη από την ζεστασιά και την εγγύτητα των ζωντανών. Καταραμένες από γεννησιμιού τους ήταν, επειδή η μάνα τους με μαύρη μαγεία προσπάθησε να γλιτώσει τις οδύνες, να ξεγελάσει την ίδια τη φύση. Δεν προκάλεσαν πόνο όταν ήρθαν σε αυτόν τον κόσμο, κι έπρεπε να το ξεπληρώσουν.

Ήταν εύκολο να ρίξει την ευθύνη εκεί. Να κοιτάξει τον γκρίζο ουρανό και να αναθεματίσει τη μάνα της που δεν άντεξε, κι άφησε εκείνη πίσω να κουβαλήσει το βάρος. Να πληγώνει όποιον τη πλησιάζει. Να μοιράζει τον πόνο που χρωστούσε από όταν κούρνιαζε στα σπλάχνα εκείνης.

Εύκολο.

Κούρνιαζε μόνη της τώρα, σε παγωμένα μάρμαρα, κρατώντας σφιχτά τον κορμό της να μη διαλυθεί. Πιο εύκολο ήταν να κατηγορήσει την αδικοχαμένη μάνα της από να πάρει μια ευθύνη για το πλάσμα που είχε γίνει. Έτσι είχαν τα πράγματα. Αυτή ήταν. Κι έτσι

Κρυφό ΓαλάζιοWhere stories live. Discover now