Ρότα

266 9 4
                                    


Ποιος άνεμος με μάγεψε
με περασμένα λόγια

Kι όλο χαζεύω γελώντας των πλοίων τη ρότα
που εσύ είδες πρώτα

Και μου 'λεγες πάμε να ανοίξουμε μια άγνωστη πόρτα
που εσύ είδες πρώτα


Θυμάμαι μια φορά στις λεύκες μας είχαν φωλιάσει άγριες μέλισσες.

Εγώ τις είχα βρει. Είχα κατέβει με τη στάμνα παραμάσχαλα να φέρω νερό από τη βρύση, η κοτσίδα που αναπηδούσε στην πλάτη μου πλεγμένη από τα δικά σας δάκτυλα. Μόλις πέρασα από μπροστά, μου φάνηκε πως ολόκληρο το σμήνος ήρθε καταπάνω μου και βούιζε στα αυτιά μου. Στην πραγματικότητα ήταν μόλις πέντε ή έξι. Και μία μόνο αρκούσε για να γίνει το κακό. Η στάμνα γλίστρησε από το πληγωμένο μου χέρι και έγινε χίλια κομμάτια στο έδαφος. Και εγώ έτρεξα μέσα κλαίγοντας να σας βρω, έτοιμη να φάω κατσάδα για τη ζημιά. Μα η κατσάδα ποτέ δεν ήρθε.

Έτσι σας φιλάω στη μνήμη μου. Οι δυο μεγάλες αδερφές μου. Η μία που βούτηξε ένα πυρσό και όρμησε έξω να αφανίσει όποιον με πείραξε, και η άλλη που με έκλεισε στην αγκαλιά της και φρόντισε κάθε μου πληγή. Αυτές ήσασταν για μένα πάντα. Οπότε όχι, δεν έφταιξε καμιά σας για το πώς γίναμε, ούτε για το άτομο που είμαι. Ξέρω ότι το έχεις αναρωτηθεί και σε παρακαλώ μη βάζεις στο νου σου τέτοιες σκέψεις. Ο μόνος που έχει φταίξει είμαι εγώ.

Αν έχω δικαίωμα να ελπίζω σε κάτι , είναι ότι θα με θυμάστε όπως ήμουν. Μόνο εκείνο το κορίτσι αξίζει να λέγεται Σταμίρη, κι εγώ θέλω να της μοιάσω. Αν τη βρω μια μέρα και κοιτάξω πίσω, ελπίζω να μη σας βρω εκεί. Να έχετε στεριώσει κάπου που σας αξίζουν, λεύτερες, και να με έχετε ξεχάσει.

Ελπίζω μια μέρα να γίνω καλύτερη από ό,τι υπήρξα. Και για πρώτη μου φορά, πιστεύω ότι ίσως τα καταφέρω. Μέχρι τότε θα θυμάμαι τις μέλισσες.

Συγνώμη,
Δρόσω

Της είπε για το φόνο του Γιάννου λίγο αφότου μετακόμισαν. Δεν ήξερε αν το περίμενε. Τον βρήκε ένα βράδυ καθισμένο στον καινούργιο τους καναπέ κι όταν τον ρώτησε τι κάνει ξύπνιος, απλώς της το είπε. Τη στιγμή που το ξεστόμισε δε θα την ξεχνούσε ποτέ. Πρώτη του φορά ένιωσε τη γη να σταματά να κινείται. Πάγωσε το σύμπαν όλο σε ένα αέναο αιωρούμενο τίποτα. Ακινησία. Σοκ.

Μια βδομάδα δε βρέθηκαν σε κοινό δωμάτιο. Δυο βδομάδες έκανε εκείνη να ξανακοιτάξει τον γιο της δίχως να ξεσπάσει σε κλάματα. Την τρίτη βδομάδα την πέτυχε αυτός ξεχασμένη στον καναπέ με μάτια κατάμαυρα. «Εμείς το κάναμε για να γλιτώσουμε. Εσείς τι δικαιολογία είχατε;»

Κρυφό ΓαλάζιοWhere stories live. Discover now