Αντιμέτωπη με την αλήθεια

63 7 0
                                    

Σήμερα…

Είχε περάσει ήδη ένας μήνας από όταν ο Νικηφόρος και η Ελπίδα ξεκίνησαν το γυμνάσιο και ήταν και οι δύο ενθουσιασμένοι. Ο Νικηφόρος απέκτησε φιλίες με τα παιδιά διπλανών χωριών και η Ελπίδα πήρε μέρος στη χορωδία του σχολείου. Κανείς δεν ήξερε ότι είχε τόσο καλή φωνή γιατί ποτέ δεν τραγουδούσε. Ο καθηγητής της μουσικής της όμως αναγνώρισε την καλλιφωνία της κι έτσι την έβαλε στη χορωδία, κάτι που τους εξέπληξε όλους στο σπίτι.

Ήταν η τελευταία τους ώρα και ο Νικηφόρος είχε Μαθηματικά. Τα μισούσε τα μαθηματικά. Ήταν το χειρότερό του. Όλοι αυτοί οι αριθμοί τον ζάλιζαν και τις περισσότερες φορές δεν καταλάβαινε τίποτα. Έβαζε μετά τον καημένο τον Μανώλη να κάθεται να του τα εξηγεί μπας και καταλάβει τίποτα. Δε συμπαθούσε και καθόλου τον καθηγητή του φέτος κι έτσι στην τάξη ούτε που παρακολουθούσε.

Η Ελπίδα είχε ιστορία κανονικά αλλά η καθηγήτρια έλειπε. Δεν ήταν στο ίδιο τμήμα με τον Νικηφόρο αν και είχαν το ίδιο επίθετο. Στο σχολείο που πήγαιναν συνήθιζαν τους συγγενής που ήταν στην ίδια τάξη να τους βάζουν σε διαφορετικό τμήμα για να μην αντιγράφουν ο ένας από τον άλλον. Χαζομάρες. Σκεφτόταν η Ελπίδα. Λες και τώρα δεν αντιγράφουν όλοι μεταξύ τους, οι συγγενής τους πείραξαν. Η αλήθεια όμως είναι πως δεν την πείραζε ιδιαίτερα. Μπορεί να λάτρευε τον αδερφό της αλλά ήταν συνέχεια στο επίκεντρο και αυτό επηρέαζε και αυτήν. Ειδικά αν ήταν στο ίδιο τμήμα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που συμμαθήτριές της, με τις οποίες ούτε καλημέρα δε λέγανε, την πλησίαζαν για να της ζητήσουν να τις γνωρίσει στον Νικηφόρο.

Μιας που σχόλασε νωρίτερα σήμερα, η Ελπίδα βρήκε ευκαιρία να πάει στο σπίτι να διαβάσει λίγο παραπάνω γιατί την επόμενη μέρα θα έγραφε διαγώνισμα στη φυσική. Περνώντας έξω από την πόρτα του σπιτιού άκουσε φωνές. Μπήκε μέσα αλλά δεν φάνηκε να την άκουσαν. Πώς να την ακούσουν έτσι όπως φώναζαν; και συγκεκριμένα ο Στεφανής ήταν αυτός που φώναζε. Η Ελπίδα φοβόταν να επέμβει και προσπάθησε να κάνει ησυχία για να μην την καταλάβουν πως γύρισε και μπήκε στο δωμάτιό της, έχοντας το κεφάλι έξω από την πόρτα για να βλέπει τι γίνεται.

-Τι θες πάλι μωρέ και μ' έχεις τρελάνει από το πρωί; σου είπα ήμουν έξω με κάτι φίλους.
Της φώναζε ο Στεφανής.
-Μου είπες ότι ήσουν με τον Παπαδοσιφάκη αλλά χθες το βράδυ πήρε τηλέφωνο εδώ και σ' έψαχνε.
-Ε ωραία. Δεν ήμουν με τον Παπαδοσιφάκη. Και τι σε νοιάζει εσένα βρε Βασιλική με ποιον ήμουν; λογαριασμό θα σου δώσουμε;
-Πάλι με γκόμενα ήσουν ε; σωστά; πάλι με μία από αυτές γύρναγες.
-Τι λες μωρέ;
-Νομίζεις ότι δεν τα ξέρω; νομίζεις ότι είμαι χαζή;

Τόσα χρόνια μακριά σου...Where stories live. Discover now