Οι μέρες περνούσαν. Η αστυνομία τους ανέκρινε σχεδόν όλους στο χωριό για να δουν αν είχε ακούσει κανένας τίποτα. Κανείς δεν ήξερε κάτι. Ή τουλάχιστον κανείς δε μίλησε. Τον Μανώλη είχε αρχίσει να τον επηρεάζει πολύ αυτή η ιστορία. Κάθε βράδυ είχε εφιάλτες και τώρα τελευταία είχε κλειστεί πολύ στον εαυτό του. Έτρεμε την ώρα και τη στιγμή που θα συναντούσε τον Μαθιό και θα έπρεπε να προσποιηθεί πως δεν ήξερε τίποτα.
Ο Νικηφόρος απ' όλα τα συναισθήματα που του προκάλεσε ο φόνος του πατέρα του, είχε επικεντρωθεί στο θυμό. Νευρίαζε και έλεγε πως η αστυνομία δεν κάνει καλά τη δουλειά της. Έπρεπε να τον είχε βρει ήδη το φονιά και τώρα να είναι πίσω από τα κάγκελα. Εκείνες τις μέρες δεν πήγαινε σχολείο κι έτσι μια μέρα πήγε ο Μανώλης να τον δει.
Ο Μανώλης καθόταν με τον Νικηφόρο στον καναπέ του σαλονιού και εκείνη τη στιγμή γύρισαν η Ελπίδα με τη Βασιλική που είχαν πάει στο σούπερ μάρκετ.
-Μανώλη… γεια σου. Πώς είσαι; καλά βρε Νικηφόρε τόσο καιρό έχει να έρθει το παιδί σπίτι μας. Κάτι να τον κεράσεις δεν μπορούσες να του βάλεις;
-Σιγά ρε μάνα ακόμα δεν μπήκες στο σπίτι με πήρες από τα μούτρα.
-Ευχαριστώ κυρία Βασιλική δε θέλω τίποτα. Για λίγο πέρασα μια βόλτα να δω τι κάνει ο Νικ.
-Καλά καλά. Μία πορτοκαλάδα όμως θα την πιείτε. Πάω να σας στύψω. Ελπίδα θα κάτσεις εδώ με τα παιδιά;
-Ε εδώ μαζί μας θα κάτσει πού θα πάει; Και να θέλει την αφήνω εγώ; Από εμένα δε γλυτώνει.
-Θα έρθω μαζί σου πρώτα να τακτοποιήσουμε τα ψώνια και μετά θα ρθω να κάτσω με τα αγόρια.
-Άσε τα ψώνια καλέ. Λες και είναι πολλά. Δυο λεπτά υπόθεση είναι. Πάνε κάτσε και θα σας φέρω εγώ σε λίγο τις πορτοκαλάδες. Άντε.
Η Ελπίδα κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα από τον καναπέ που καθόταν ο Μανώλης με τον Νικηφόρο.-Αχ πόσο σας ζηλεύω εδώ πέρα που είστε τόσο ενωμένοι. Ειδικά εσείς οι δύο που είστε και αδέρφια. Εγώ με την αδερφή μου μια κουβέντα χωρίς να πλακωθούμε δεν μπορούμε να πούμε. Όλο αφορμές να με μειώνει βρίσκει.
-Ααα εγώ στο θέμα της αδερφής στάθηκα τυχερός. Η καλύτερη στον κόσμο μου έτυχε.
-Τα βλέπεις Μανώλη; Κάτι τέτοια μου λέει συνέχεια και μετά πώς να μαλώσεις μαζί του μπορείς; Και να θέλω να τσακωθώ δε μ' αφήνει.
-Είναι η τακτική μου για να μην έχουμε γκρίνιες κατάλαβες;Η Ελπίδα πήρε το μαξιλάρι που είχε από πίσω της και το πέταξε στον Νικηφόρο. Γέλασαν όλοι ταυτόχρονα. Ύστερα από λίγο ήρθαν και οι πορτοκαλάδες. Η Βασιλική πήγε στην κουζίνα να μαγειρέψει κι έτσι στο σαλόνι μείνανε τα τρία παιδιά.
-Πώς είστε εσείς μετά από… αυτό που έγινε;
-Πώς να είμαστε βρε Μανώλη; Αν δε βρεθεί ο φονιάς εγώ δεν πρόκειται να ησυχάσω. Έπρεπε να είναι ήδη πίσω από τα κάγκελα. Ο μπαμπάς ήταν ο καλύτερος άνθρωπος. Άρχοντας. Ποιος μπορεί να ήθελε να του κάνει κακό μου λες; Βρουλάκης ήταν σίγουρα. Να μου το θυμηθείς.
Μετά από αυτά που είπε ο Νικηφόρος ο Μανώλης είχε χλωμιάσει. Η Ελπίδα το πρόσεξε και υπέθεσε πως ήταν επειδή η λέξη Βρουλάκης από το στόμα ενός Σταματάκη δε βγαίνει ποτέ για καλό.
YOU ARE READING
Τόσα χρόνια μακριά σου...
RandomΟ Μαθιός και η Βασιλική χώρισαν πριν από πολλά χρόνια. Η Βασιλική είναι παντρεμένη με το Στεφανή. Ο Νικηφόρος και η Ελπίδα είναι δίδυμα αδέρφια, παιδιά της Βασιλικής. Η Ελπίδα έρχεται αντιμέτωπη με μια σκληρή αλήθεια. Θα καταφέρει να την αντιμετωπί...