"Δεν θα εγκαταλείψω το Βερολίνο!"/ part 2

98 20 73
                                    

Με το όπλο στο χέρι και έναν σκοπό, ο Αλεξέι βάδιζε προς την πλούσια γειτονιά του Βερολίνου, αποφασισμένος για όλα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε βρεθεί αντιμέτωπος με οδομαχίες της τελευταίας στιγμής, χρησιμοποιώντας τα ερείπια για κάλυψη. Έπρεπε να μπει ένα τέλος σε αυτήν την αιματηρή ιστορία και όφειλε να το κάνει για τον φίλο του, μα και για τον κόσμο όλο. Δεν θα επέτρεπε σε αυτό το καθίκι να ζήσει ούτε μία μέρα παραπάνω. Τα πράγματα κάθε στιγμή που περνούσε εξάλλου, γίνονταν ολοένα και πιο άγρια. Τα Ες-Ες είχαν εξαγριωθεί και μπροστά στα μάτια του Αλεξέι διεξαγόταν μία τρομερή συμπλοκή μεταξύ ενός άνδρα της Βέρμαχτ που προσπαθούσε να συρθεί στη σωτηρία και δύο ανδρών των Ες-Ες. Ήταν τότε που η οργισμένη κραυγή του Ρώσου τους απέσπασε την προσοχή.

«Αφήστε τον ήσυχο!» τους φώναξε.

«Σιχαμένε Μπολσεβίκε..» σύρριξε σαν το φίδι ο ένας και τη στιγμή που ετοιμάστηκαν να πατήσουν την σκανδάλη, ο Άλεξ τον πυροβόλησε κατευθείαν στο μέτωπο, ενώ ο άλλος βρήκε τον θάνατο με μία σφαίρα στο σβέρκο από τα χέρια του νεαρού της Βέρμαχτ. Ήταν σε άθλια κατάσταση, από το γόνατο του δεξιού του ποδιού, έτρεχε αίμα. Ωστόσο, μιλούσε άψογα αγγλικά.

«Ευχαριστώ γι' αυτό. Είχαν γίνει ανυπόφοροι» σχεδόν δεν τον κοιτούσε στα μάτια. Ο Αλεξέι τον πλησίασε.

«Δεν γνωρίζω η προπαγάνδα σας με τι είδους κοσμητικά επίθετα μας έχει στολίσει, εγώ προσωπικά δεν βρίσκομαι εδώ για να κατακτήσω τη χώρα σου, μήτε για να σας εκδικηθώ. Το μόνο που επιθυμώ, είναι να επιστρέψω πίσω στην πατρίδα μου, στο σπίτι μου στο Βορονέζ, να φυσήξω τις στάχτες και αργά να το χτίσω ξανά από την αρχή. Θέλω να φύγω από εδώ»

«Είμαι ο Μπεν» τον χαιρέτησε.

«Είμαι ο Άλεξ. Αναζητώ έναν φονιά. Έναν Βίγκμπερτ Μάινσερ» του είπε και τον είδε να χλομιάζει.

«Η έπαυλη δεν είναι μακριά από εδώ...Καλή τύχη και....μην λυπηθείς....» δεν πίστευε πως είχε ξεστομίσει κάτι τέτοιο.

«Ξέρω πότε πρέπει να λυπηθώ και πότε όχι. Καλύτερα να φύγεις από εδώ. Κρύψου σε κανένα υπόγειο καταφύγιο» ήταν οι τελευταίες του κουβέντες, όταν στο βάθος, ανάμεσα από τις σωρούς των ερειπίων, ξεπρόβαλαν τρία σπίτια, σχεδόν ανέγγιχτα. Ο Αλεξέι στένεψε τα μάτια του. Το σκηνικό έμοιαζε με στιγμή βγαλμένη από εφιάλτη. Εκείνος χαμήλωσε το σώμα του και αργά, σαν τον αίλουρο, πλησίασε την απόκοσμη έπαυλη.

Στο εσωτερικό του σιωπηλού σπιτιού, ο Βίγκμπερτ έστεκε σαν ηττημένος Δαίμονας, παραδομένος στην τρέλα. Θα μπορούσε κάλλιστα να θέσει τέλος στη ζωή του, μα ούτε και αυτό μπορούσε να το κάνει. Κάποιος κάποτε τον είχε αποκαλέσει δειλό. Τώρα, το τρεμάμενο χέρι του, οπλισμένο, πλησίαζε στον κρόταφο ξανά και ξανά, ανίκανο να πατήσει τη σκανδάλη. Ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπό του. Στα χέρια του βαστούσε ένα ρουχαλάκι που ανήκε στον γιο του. Για πρώτη φορά στη ζωή του, ένιωσε δάκρυα να κυλούν από τα μάτια του. Τα μακριά, λεπτά του δάχτυλα, σχεδόν με αποστροφή άγγιξαν εκείνα τα αλμυρά ρυάκια, σύμβολα συναισθημάτων, σύμβολα αδυναμίας, ίσως μίας κάποιας ανθρωπιάς. Εδώ, σε αυτόν τον απόκοσμο τάφο που υπήρξε το σπίτι του, δίχως να έχει νέα από την μητέρα του ή την αδερφή του, στεκόταν μόνος, μπροστά στην είσοδο της Κολάσεως. Ένας έκπτωτος, ίσως ο ίδιος ο Εωσφόρος, για πρώτη του φορά αντιλαμβανόταν, πως όχι απλά δεν ήταν Θεός, μα δεν ήταν καν Δαίμονας. Μπροστά στην απόλυτη μοναξιά, στον θάνατο, στον κίνδυνο, ένα σκίρτημα αγωνίας διέτρεχε την ψυχή του. Είχε έρθει το τέλος και το γνώριζε. Το δικό του, της χώρας του, των εγκλημάτων του. Έσφιξε τις γροθιές του και από την τσέπη της στολής του έβγαλε το μενταγιόν εκείνο που ανήκε στον Όττο. Τον μισούσε, όσο δεν είχε μισήσει ούτε καν τους Εβραίους. Αν υπήρχε μία τελευταία επιθυμία του, αυτή θα ήταν να του κόψει το λαρύγγι με τα δόντια του. Πώς ήταν δυνατόν να είχε γίνει διάσημος; Πώς ήταν δυνατόν να ακροβατούσε συμφεροντολογικά σε τόσες βάρκες και καμία να μην τον είχε στείλει στον πάτο της αβύσσου; Ήταν Ες-Ες διάολε! Και όμως, είχε γίνει αποδεκτός από όλους. Είχε λάμψει και το τελειωτικό χτύπημα θα το έδινε στην ίδια του την πόλη. Όχι. Αυτό δεν θα το επέτρεπε. Θα τον διέλυε. Θα σπαρταρούσε στο έδαφος, μα μέχρι και την τελευταία του ανάσα, θα προτιμούσε να πάρει τον καταραμένο τον Σβάιγκερ στο λαιμό του. Ένας ανεπαίσθητος θόρυβος ακούστηκε και ευθύς έσφιξε το όπλο στο χέρι του.

Ο Απολογισμός 4 : Το λυκόφως του ΑετούDonde viven las historias. Descúbrelo ahora