Ποτέ ξανά..Ποτέ ξανά../ part 1

102 20 62
                                    

Το βράδυ εκείνο ήταν διαφορετικό. Έμεινε ξύπνιος να τη σκέφτεται και να χαμογελά αδυνατώντας να πιστέψει πως υπήρχε κάτι όμορφο το οποίο αναδυόταν από τα αποκαΐδια μίας εφιαλτικής εποχής. Όσο και αν φοβόταν την απόρριψη, είχε αποφασίσει να το ρισκάρει.Οι φίλοι του αυτό θα τον συμβούλευαν, παρόλο που ο Σεργκέι θα τον κατσάδιαζε για την επιλογή του. Ο χλωμός ανοιξιάτικος ήλιος σηκωνόταν ξανά, παλεύοντας να διεισδύσει ανάμεσα από τις σκόνες και τα ερείπια. Ανεπαίσθητος θόρυβος ακούστηκε και την είδε να εξέρχεται νωχελικά από το δωμάτιο. Τα κυανά του μάτια προσγειώθηκαν επάνω στην εικόνα της διαφορετικά, ίσως με κάποια μορφή ευλάβειας. Της χαμογέλασε ανεπαίσθητα,  ελαφρώς αβέβαια. Η Κρίστα τον πλησίασε περισσότερο, πάντοτε με αργά και σταθερά βήματα.

«Μην φοβάσαι» πρόφερε απαλά «Δεν μετάνιωσα τίποτε»

Ο Ντίμα την κοίταξε παραξενευμένος.

«Πώς ήξερες ότι φοβόμουν;» τη ρώτησε αμήχανα.

«Απλώς το ήξερα» συνέχισε εκείνη έχοντας φτάσει πλέον μπροστά του. Ο Ντίμα χαμήλωσε ελαφρώς το βλέμμα του.

«Δεν θα σε παρεξηγούσα, μήτε θα πληγωνόμουν. Γνωριζόμαστε ελάχιστα, σε συνθήκες άθλιες και εκπροσωπούμε ο ένας τον εχθρό του άλλου. Δεν μου χρωστάς τίποτε»

«Τα συναισθήματα δεν είναι χρωστούμενα. Τα παρέχω γιατί το επιθυμώ και γιατί μου αρέσεις»

Είχε δίκιο.

«Μου αρέσεις και εμένα» πρόφερε ο νεαρός ξανά διστακτικά και το βλέμμα του κύλησε στα χείλη της. Σκύβοντας, εναπόθεσε μερικά τρυφερά φιλιά, σαν υπόσχεση μελλοντική. Έπρεπε να φύγει και η Κρίστα φοβόταν μήπως δεν επέστρεφε ποτέ πίσω. Δεν του είπε τίποτε ωστόσο «Θα γυρίσω» της χαμογέλασε σαν να είχε καταλάβει.

Η νύχτα ωστόσο, υπήρξε μία καλή ευκαιρία για τον Όττο, την Χέλγκα και τον Χανς, ώστε να επισκεφθούν το νεκροταφείο όπου βρίσκονταν θαμμένοι η μητέρα και ο αδερφός του. Ο Αλεξ τους ακολούθησε, μέχρι που έφτασαν μπροστά σε έναν τάφο γεμάτο ρωγμές. Σε όλη τη διαδρομή μέχρι εκείνο το σημείο, ο Όττο έτρεμε στη σκέψη πως πιθανότατα το νεκροταφείο να είχε καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς. Ευτυχώς για εκείνον, η μεριά των δικών του ανθρώπων εξακολουθούσε να στέκεται. Στην αρχή, προχώρησε μονάχος του μπροστά. Ο τάφος ήταν εκεί, σκονισμένος, απεριποίητος, με χιλιάδες αγριόχορτα να παλεύουν μανιασμένα να τον καταπιούν. Προτού φτάσει στο σημείο να γονατίσει, τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Τα πόδια του λύγισαν, σχεδόν τον έριξαν στο χώμα.

Ο Απολογισμός 4 : Το λυκόφως του ΑετούDonde viven las historias. Descúbrelo ahora