Κεφάλαιο 1

693 55 65
                                    

Από @limitted_freedom :

Oh my darling, you've seen nothing yet... This is only the tip of the iceberg.

Τα ξυπνητήρια ήταν υπερεκτιμημένα. Τουλάχιστον αυτή ήταν η άποψη της Ρούμπι.

Η Ρούμπι Κρόφορντ ήταν μια υποδειγματική μαθήτρια. Έφερνε τις εργασίες της στην ώρα της, στα διαγωνίσματα έπαιρνε 10, μιλούσε στην τάξη (αν και όχι πάντα μόνο για το μάθημα) και την συμπαθούσαν και οι καθηγητές. Αν δεν αργούσε καθημερινώς, θα ήταν τέλεια. Δυστυχώς, όλοι έχουν ελαττώματα, και της Ρούμπι ήταν ο ύπνος. Κάθε μέρα έφτανε τουλάχιστον δέκα λεπτά αργότερα γιατί δεν έλεγε να ακούσει το ξυπνητήρι και να σηκωθεί. Το οποίο οδήγησε και στην παρούσα κατάσταση.

Η Ρούμπι κοιμόταν βαθιά, και το ξυπνητήρι της χτυπούσε σαν τρελό, απαιτώντας την προσοχή και την αφύπνισή της. Εκείνη δεν ξυπνούσε για κανένα λόγο, μα ο ενοχλημένος συγκάτοικός της είχε ανοίξει το ένα του μάτι και μέσα στην νύστα του, αγριοκοιτούσε τον τοίχο που χώριζε το δωμάτιό του από αυτό της κοιμισμένης κοπέλας. Μούγκρισε με αγανάκτηση και ανακάθισε στο κρεβάτι του. Έτριψε τα μάτια του και μετά από μερικά δευτερόλεπτα που το ξυπνητήρι συνέχισε να χτυπάει, ξεφύσηξε και σηκώθηκε. Πήγε στο δωμάτιο της Ρούμπι αθόρυβα έτρεξε αμέσως στο κομοδίνο της, όπου το ξυπνητήρι είχε ξελαρυγγιαστεί για να κάνει την δουλειά του (στην οποία είχε προφανώς αποτύχει). Το σταμάτησε και μετά στράφηκε στην Ρούμπι. Την περιεργάστηκε και ύστερα χαμογέλασε πονηρά.

Το δυνατό φως του ήλιου έπεσε πάνω στις κλειστές βλεφαρίδες της Ρούμπι και τότε ήταν που άρχισε να ξυπνάει. Βέβαια, δεν ήταν αρκετό. Ανάμεσα σε ύπνο και ξύπνιο, άκουσε κάποιον να κινείται μέσα στο δωμάτιο, μα δεν έδωσε σημασία. Αυτό, βέβαια, μέχρι που ένα σώμα προσγειώθηκε πάνω της.

«Ρούμπι, ξύπνα!» φώναξε μέσα στο αφτί της μια ανδρική φωνή. Η Ρούμπι μούγγρισε παραπονιάρικα και κλότσησε στα τυφλά, χωρίς να ανοίξει τα μάτια της.

«Άσε με ήσυχη, Άλεξ,» μουρμούρησε με την πρωινή της φωνή καθώς αγκάλιασε το μαξιλάρι της και το έφερε πιο κοντά της. Βέβαια, εκείνος δεν κουνιόταν ούτε εκατοστό.

«Είσαι σίγουρη ότι το θες αυτό, Παντζαράκι;» την ρώτησε παιχνιδιάρικα. Το μισούσε όταν την φώναζε έτσι. Δεν έφταιγε εκείνη που η Μητέρα Φύση αποφάσισε να την κάνει να κοκκινίζει με το παραμικρό!

«Μη με λες έτσι,» είπε μονότονα. «Και φύγε από πάνω μου!» πρόσθεσε αγανακτισμένα καθώς προσπαθούσε να τραβήξει την κουβέρτα της, μα το βάρος του Άλεξ δεν την άφηνε. Ευτυχώς, ένιωσε το βάρος από πάνω της να φεύγει και σαν αστραπή τράβηξε τα σκεπάσματά της πάνω από το κεφάλι της, μπλοκάροντας τον ήλιο. Μόλις είχε αρχίσει να ξανακοιμάται όταν άκουσε πάλι την φωνή του Άλεξ.

Secret IdentityWhere stories live. Discover now