ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

152 11 7
                                    

Και αν οι λέξεις, χωρίς να το θέλω ξεφύγουν, θα τις ψιθυρίσω τόσο σιγά που δεν θα τις ακούσεις. Θα ξέρεις πως για μένα ήσουν μία απλή γνωριμία και ας ήσουν η ζωή μου. Τ. Λειβαδίτης


Η διαδρομή μου φάνηκε σύντομη αν και σίγουρα είχαν περάσει αρκετά λεπτά μέχρι να φτάσουμε στο παρκινγκ των διαμερισμάτων. Το δικό μου, βασικά σε εκείνο που έμενα ως φιλοξενούμενη με τον Νέιθαν, ήταν στον δεύτερο όροφο.

Κατέβηκα από την μηχανή και έβγαλα το κράνος. Το κράτησα στα χέρια μου και τον κοίταξα. Γύρω ήταν όλα σκοτεινά. Μόνο τα φώτα από τις κολόνες κατά μήκος του δρόμου με βοηθούσαν να διακρίνω το όμορφο πράσινο χρώμα των ματιών του, πίσω από το τζάμι του κράνους.

''Ευχαριστώ που με έφερες.'' είπα γλυκά και εκείνος απάντησε. ''Δεν κάνει τίποτα.'' Πήγα να κάνω στροφή και να γυρίσω για το διαμέρισμα όταν κατάλαβα πως κρατούσα κάτι που του άνηκε. Έτεινα προς το μέρος του το χέρι μου και ο Χάρρυ το ακούμπησε απαλά. Ένιωσα ένα ηλεκτρικό ρεύμα να διαπερνά το κορμί μου. Μία ευχάριστα απρόσμενη αίσθηση. Όχι σαν τις προηγούμενες. Δέρμα ακουμπά δέρμα. Όχι υφάσματα ανάμεσα μας. Ούτε μία στρώση ενοχλητικού υφάσματος. Ένιωσα το γυμνό του δέρμα για μια στιγμή και την ώρα που είχα χαθεί, εκεί στις σκέψεις μου, έσπασε την σιωπή λέγοντας μου ''Καληνύχτα.''

Αποκρίθηκα και εγώ σιγά την ίδια ακριβώς ευχή και περπάτησα λίγα μέτρα μακριά για να ανοίξω την πόρτα της εισόδου. Έψαξα για λίγο μέσα στην τσάντα μου για τα κλειδιά και όταν τελικά τα βρήκα τα έβαλα γρήγορα στην κλειδαριά και τα γύρισα μία φορά προς τα αριστερά. Η πόρτα άνοιξε.

Ο Χάρρυ ήταν εκεί, δεν είχε φύγει ακόμα. Κράτησα λίγο την γυάλινη πόρτα και ύστερα την άφησα απότομα να κλείσει μόνη της. Είχα μείνει στην θέση μου. Δεν κουνήθηκα. Κοίταξα το ρολόι μου, που είχα στον καρπό μου. Έδειχνε περίπου δέκα η ώρα. Με μία κίνηση το δεξί μου χέρι μπερδεύτηκε στα μαλλιά μου και γύρισα μαλακά προς την κατεύθυνση από όπου είχα έρθει.

Εκείνος με κοίταγε, ενώ ήταν έτοιμος να φύγει. Επάνω στην μηχανή του. Ω Θεέ μου. Είναι τόσο ωραίος. Δάγκωσα τα χείλια μου από αμηχανία και τον πλησίασα.

''Εμμ... Η αδερφή σου πρέπει να είναι μαζί με τον Νέιθαν πάνω, αλλά μετά θα φύγουν. Θα είμαι μόνη μου οπότε αν θες... Μπορείς να έρθεις. Θα παραγγείλουμε πίτσα και θα δούμε ταινία.'' είπα διστακτικά. ''Τι λες;'' τον ρώτησα αμέσως μετά. Δεν ξέρω αν ήταν και η καλύτερη απόφαση μου να του πω να έρθει πάνω. Είναι άγνωστος. Ένας άγνωστος που απλά όταν είναι κοντά μου με κάνει να νιώθω ασφαλείς. Τέλος. Τώρα το είπα. Καλύτερα να μετανιώνουμε για αυτά που κάναμε παρά για αυτά που θα θέλαμε αλλά δεν είχαμε ποτέ το θάρρος.

Darkness. (HarryStyles.)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora