Έφτασαν γρήγορα στο νοσοκομείο και η Μαργετα πετάχτηκε απ το αμάξι σχεδόν πριν σταματήσει. Μπήκε κατευθείαν στο γραφείο του Μιχάλη και λαχανιασμένη τον ρώτησε πως είναι ο Ιάσωνας.
-"Μαργετα καλημέρα. Δε θα σου πω ψέματα. Ο Ιάσωνας ζει αλλά δεν είναι ακόμα καλά. Θα πρέπει να παραμείνει για τουλάχιστον δύο εβδομάδες στο νοσοκομείο και ίσως χρειαστεί επιπλέον ανάρρωση στο σπιτι. Αλλά θα γίνει πλήρως καλά. "
-"Σ'ευχαριστώ Παναγία μου!' είπε βουρκωμενη η Μαργετα και συνέχισε "και ευχαριστώ και εσένα Μιχαλη. Σου χρωστάω τη ζωή του παιδιού μου. "
-"Δεν μου χρωστάς τίποτα. Έκανα αυτό που έπρεπε. Η Αλεξάνδρα...ξέρεις που είναι; πως είναι;"
-"Όχι και για να είμαι ειλικρινής αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο πέρα απ την κατάσταση του γιου μου. Αλλά θα πάω σε μέχρι το τέλος της εβδομάδας να την επισκεφτώ. Ξέρω ότι δεν ήθελε να τον δολοφονήσει. Αλλά τρελάθηκε. Δεν πέρασε και λίγα. Την καταλαβαίνω. Και θα την βοηθήσω. Όσο μπορώ."
Ο Μιχάλης κοιτούσε και ακουγε την Μαργετα και δεν την πιστεύε. Φαινόταν ξαφνικά κουρασμένη, διαλυμένη Αλλά ταυτόχρονα ανθρώπινη. Δεν την είχε ακούσει να μιλάει ποτέ έτσι για την νύφη της και δεδομένου ότι η Αλεξάνδρα είχε διαλύσει τον γάμο της περιμενε να ζητάει την απόλυτη εκδίκηση μετά από τον πυροβολισμό. Τις σκέψεις του διέκοψε φωνή της "Μπορώ να πάω στο δωμάτιο του;"
Ο Μιχάλης απάντησε θετικά και η Μαργετα βγήκε στον διάδρομο όπου βρήκε τον Στέφανο να τηβ περιμένει. Μπήκαν στο δωμάτιο του Ιάσωνα και αφού άφησε τα λουλούδια βγήκε και άφησε μάνα και γιο μόνους.
Ο Στέφανος βλέποντας τον Ιάσωνα και με την πιθανότητα να είναι γιος του ένιωσε περίεργα. Τον λυποταν φυσικά και προσευχοταν να ζήσει αλλά απ την άλλη σκεφτόταν ότι μετά από όσα έκανε στην Αλεξάνδρα και τον Μάρκο έπρεπε να περιμένει μια τέτοια κατάληξη. Ένιωθε τύψεις που δεν μπορούσε να αισθανθεί έστω μια υποτυπώδης πατρική στοργή αλλά αυτό μπορεί να μη συνέβαινε και ποτέ.
Ταυτόχρονα έβλεπε την Μαργετα να φιλάει το μέτωπο και τα χέρια του γιου της, να του χαϊδεύει τα μαλλιά, να ψιθυρίζει προσευχές. Σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε βουρκωμενη. Δεν είχε σταματήσει εδώ και μήνες να την βλέπει δακρυσμένη κάθε φορά που την κοιτάζε και η καρδιά του βούλιαζε.
Βγήκε έξω και ζήτησε να πάνε για ένα καφέ κάπου. Την πήρε απ το χέρι και βγήκαν απ το νοσοκομείο. Περπάτησαν για λίγο, κάθισαν σε ένα μικρό καφέ και παρήγγειλαν δυο ελληνικούς.
-"Ισως ο Γιώργης είχε δίκιο. Είμαι μια άθλια μανα, είπε σιγανά η Μαργετα και ο Στέφανος την κοίταξε λυπημένος.
"Ήταν 1920, χειμώνας. Ο Ιάσωνας ήταν δύο χρόνων τότε και είχε αρρωστήσει από μαγουλαδες. Εγώ ήμουν μόνη στο σπίτι και ο Γιώργης είχε να φανεί από το προηγούμενο βράδυ. Ήταν με κάποια ερωμένη του. Δεν με ένοιαζε πια. Με απατούσε απ την αρχή του γάμου μας. Το είχα συνηθίσει". Είπε και με ένα ειρωνικό χαμόγελο άφησε δύο δάκρυα να κυλήσουν.
"Χρειαζόμουν ένα αμάξι, κάποιον να με πάει στο νοσοκομείο. Ακόμα δικό μου αυτοκίνητο δεν είχα, το πήρα το 1933. Έτσι πήρα τους δρόμους να βρω τον Γιώργη και άφησα τον Ιάσωνα στην μητέρα μου. Εν τέλει τον βρήκα στο σπίτι μιας...τραγουδιαρας. Όταν με είδε στην πόρτα θύμωσε, με τράβηξε απ το χέρι και ούρλιαζε τι δουλειά είχα εκεί. Του είπα για τον Ιάσωνα. Ήταν ο μόνος που αγαπούσε στον γάμο μας. Με πήρε και με έβαλε στο αμάξι. Μόλις φτάσαμε στο σπίτι βρήκαμε τον Ιάσωνα να ψήνεται στο πυρετό. Σαράντα..."
Η Μαργετα σταματήσε να πάρει μια ανάσα και να πιει μια γουλιά απ τον καφέ της. Δεν είχε κοιτάξει στιγμή πάνω. " Όταν γυρίσαμε απ το νοσοκομείο και ο Ιάσωνας ήταν καλύτερα ο Γιώργης γύρισε και μου είπε, ξέρω ότι δεν με αγαπάς. Ούτε εγώ. Αλλά τουλάχιστον προσπάθησε να αγαπήσεις τον γιο σου. Τι μάνα είσαι εσύ; άθλια μανα. Είχε δίκιο..."
Τότε ο Στέφανος δεν άντεξε. Πήρε το χέρι της και το κράτησε σφιχτά.
-"Τι είναι αυτά που λες κορίτσι μου; ήσουν ένα παιδί ακόμα, 20 χρόνων και εγκλωβισμένη σε ένα γάμο με ένα τέρας. Έπρεπε να φροντίσεις τον εαυτό σου, το παιδί σου, εκείνον...Ήσουν και είσαι μια υπέροχη μητέρα. Έκανες τα πάντα για το παιδί σου."
-"Και για χάρη του και προς χάριν του εγωισμού μου κατέστρεψα τα πάντα γύρω μου...ακόμα και την αγάπη μας." Την αγάπη μας...σκέφτηκε ο Στέφανος. Την αγαπούσε την Μαργετα με όλο του το είναι, ήταν η μόνη γυναίκα που αγάπησε στη ζωή του. Πως μπόρεσε να της μιλήσει τόσο σκληρά, να την διώξει ξανά και ξανά από κοντά του, να μη τη κοιτάει για μήνες, να αποφεύγει αν της μιλήσει. Και εκείνη εκεί. Να προσπαθεί για τη συγχωρέση, να αυτοτιμωρειται, να του λέει ξανά και ξανά πόσο τον αγαπάει.
-"Θυμάσαι τι σου είπα την τελευταία φορά που συναντήθηκαμε πριν 20 χρόνια; πριν..γίνει το κακο; Ότι στα δύσκολα μου φτάνει να μ'αγαπας".
-"Και εγώ σου είχα απαντήσει ότι απ'τα ματια σου παίρνω δύναμη"
Της φιλησε τρυφερά το χέρι και της πρότεινε να πάνε σπίτι του να φάνε μεσημεριανό αλλά η Μαργετα αρνήθηκε ευγενικά. "Πρέπει να πάω να δω πως είναι η μητέρα μου. Με όσα έγιναν δεν ξέρω αν είναι καλά ή..."
Ο Στέφανος την οδήγησε στο σπίτι και την διαβεβαίωσε οτι είναι ένα τηλέφωνο μακριά της. Περιμένε να μπει στο αρχοντικό και έβαλε μπροστά το αμάξι χωρίς να προσέξει την Νότα που παρακολουθούσε απ το μπαλκόνι του μικρού αρχοντικού. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να φτιάξει ξανά τη ζωή του μετά από αυτό τον εφιάλτη. Στο πλάι της. Και ίσως έτσι έβρισκε τη δύναμη να αποτελέσει μέρος και στη ζωή του παιδιού τους.