Ο Στέφανος καθόταν έξω απ το δωμάτιο του Ιάσωνα και κοιτούσε τον γιο του πλέον να κοιμάται. Παρόλα αυτά δεν μπορούσε να αισθανθεί καμία πατρική στοργή για τον άντρα που είχε απέναντι του. Πως να μπορούσε άλλωστε; Εξαιτίας του είχε πάει φυλακή, εξαιτίας του είχε χάσει την οικογένεια του, εξαιτίας του είχε χάσει τα παιδιά του. Και εξαιτίας του είχε χάσει την Μαργετα. Αν δεν είχε βάλει ψευδομαρτηρες εναντίον του η ποινή του δε θα ήταν ισόβια. Θα είχε αθωωθει. Αλλά και να είχε αθωωθει πως θα ζούσε; Κοντά της; Το μυαλό του τον πήγε ξαφνικά 20 χρόνια πίσω, όταν ξαναείδε την Μαργετα 20 χρόνια μετά.
1938.
Ο Στέφανος ήταν στην λέσχη εδώ και ώρα με την γυναίκα του και κάποιους φίλους τους απ την Αθήνα που ήρθαν να τους επισκεφθούν. Είχαν μετακομίσει στην Μεσσήνη πριν από λίγους μήνες και ο Στέφανος ένιωθε περίεργα που βρισκόταν ξανά στον τόπο του μετά από 20 χρόνια. Αν και ήταν ευτυχισμένος στον γάμο του τα τελευταία 10 χρόνια δεν είχε πάψει στιγμή να σκέφτεται την Μαργετα. Και αυτό του προκαλούσε τύψεις, αλλά δεν μπορούσε να το σταματήσει.
Όπως δεν μπορούσε να πάρει και τα μάτια του από πάνω της μόλις εκείνη μπήκε στην αίθουσα. Πάντα με βήμα γρήγορο και ισχυρό, σημάδι της κοινωνικής της θέσης και του χαρακτήρα της, βλέμμα απαθες και κάπως σνομπ και με την πάντα γνώριμη θλίψη στα μάτια της. Φορούσε ένα μαύρο στενό φόρεμα που τονίζε τη μέση της και έφτανε λίγο πιο κάτω απ το γόνατο, μαύρες γόβες και διάφανα γάντια στο ίδιο χρώμα. Αλλά αυτό που του έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το χρώμα των μαλλιών της. Πάντα με μπλεγμένες μπούκλες αλλά ξανθά. Όταν την είχε αφήσει πίσω 20 χρόνια πριν ήταν ακόμα κάστανα και τώρα...τώρα ήταν μια άλλη.
Εκείνη δεν τον είδε, είχε το κεφάλι της στραμμένο προς την μεγάλη παρέα που τους περίμενε και το μπράτσο της περασμένο σε εκείνο του Γιώργη. Έκατσε σε έναν καναπέ ακριβώς απέναντι του ασυναίσθητα και έβγαλε τα γάντια της. Με το που σήκωσε τα μάτια τον είδε. Ο Στέφανος. Ο Στέφανος της. Τα μάτια του βούρκωσαν και η ανάσα της κόπηκε. Ήθελε να τρέξει κοντά του, να του μιλήσει, να τον αγκαλιάσει. Αλλά αυτή δίπλα του ποια ήταν; Η γυναίκα του. Ήταν όμορφη και με βλέμμα ευγενικό. Θύμωσε, σκοτείνιασε.
Ο Γιώργης την είδε και της κράτησε σφιχτά το χέρι . Η Μαργετα δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει, το μόνο που είπε ήταν "είναι εδώ.. " και σηκώθηκε αλαφιασμενη να πάει στο μπαλκόνι για να πάρει μια ανάσα. Ο Στέφανος ζήτησε συγγνώμη απ την παρέα και βγήκε λίγα λεπτά αργότερα με τη δικαιολογία να καπνίσει.