"Για τον πραγματικό σου πατέρα..". Τα λόγια της Μαργετας ηχησαν εφιαλτικά για τον Ιάσωνα. Άρα δεν ήταν παιδί του Γιώργη Δεμερτζή, δεν ήταν Δεμερτζής. Ήταν Παρασχος. Ήταν ότι μισούσε περισσότερο στον κόσμο. Η Μαργετα χωρίς να ξέρει που βρήκε το κουράγιο να ξεστομίσει την αλήθεια έκλεισε τα μάτια και πήγε νοερά ακριβώς 40 χρόνια πίσω.
Μεσσήνη, 1917.
Το τρένο από την Αθήνα σταμάτησε στην αποβάθρα και ο Στέφανος σηκώθηκε για να πάει κοντά στις πόρτες να παραλάβει τα δέματα που περίμενε από την πρωτεύουσα. Μέσα στο πλήθος που κατέβαινε βιαστικά παρατήρησε και ένα ζευγάρι κάστανα μάτια να κοιτάνε ανήσυχα γύρω τους. Τα μάτια συνοδευόταν απο ένα μακριές κάστανες μπούκλες, έπεφταν επιβλητικά πάνω στους αδύνατους ώμους της κοπέλας που καλύπτονταν από ένα λευκό ζακετακι με κεντημένα λουλουδάκια. Ο Στέφανος ξέχασε εντελώς τα δέματα και έμεινε να τη χαζεύει. Ήταν το πιο όμορφο κορίτσι που είχε δει ποτέ του, δεν θα ήταν πάνω από 18 χρόνων καο σίγουρα πρωτευουσιανα, δεν την είχε ξαναδεί στα μέρη τους.
Ξαφνικά άκουσε μια μικρή κραυγη και είδε την κοπέλα έτοιμη να πέσει από το βαγόνι στις γραμμές, κάποιος την είχε σπρώξει θέλοντας να κατέβει γρήγορα και εκείνη παραπατησε. Χωρίς να σκεφτεί πέταξε κάτω τα δέματα και την έπιασε την τελευταία στιγμή στην αγκαλιά του. Μύριζε λεμόνι και γιασεμί, σαν πριγκίπισσα ήταν. Το κορίτσι κοκκινίζει και εκείνος αφού την κατέβασε με ασφάλεια στην αποβάθρα έκανε ένα βήμα πίσω και την κοίταξε πιο προσεκτικά. Σίγουρα ήταν πλούσια, ταξίδευε πρώτη θέση και τα δαντελένια της γάντια το προδίδαν. Δεν ήξερε πως να της μιλήσει και έτσι το μόνο που κατάφερε να πει ήταν "θα έπρεπε να είστε πιο προσεκτική δεσποινίς".
-"Εχετε δίκιο αλλά έψαχνα τη νταντά μου, έχει τη βαλίτσα μου ξέρετε. "
-"Νταντα;"
-"Η γκουβερναντα μου. Η παραμάνα μου πως το λέτε εσείς εδώ;"
-"Είστε όντως πλούσια τότε. Συγγνώμη αυτό δεν ακούστηκε σωστό. "
-"Ναι είμαι. Αλλά κυρίως είμαι η Μαργετα. Εσείς;",
-"Εγώ είμαι κυρίως ο Στέφανος"
Γέλασαν αμήχανα και η Μαργετα είχε την ευκαιρία να τον παρατηρήσει. Ψηλός, μελαχρινός, με ένα λεπτό μουστάκι και κορμοστασιά περήφανη. Μιλούσε με σταθερή και βαριά φωνή και στην Μαργετα έμοιαζε σαν τους ήρωες που διάβαζε κρυφά στα Αρλεκιν που αγοράζε. Ξαφνικά χάθηκε απ τα μάτια της και μπήκε στο τρένο να κατεβάσει τα πακέτα του.