Τριανταφυλλια μου

331 21 2
                                    


Η μέρα της δικής έφτασε και μαζί της το εξιτήριο του Ιάσωνα απ την κατ'οικον νοσηλεία του. Ήταν πολύ θυμωμένος και έτοιμος να διαλύσει την Αλεξάνδρα. Και όχι μόνο την Αλεξάνδρα αλλά και οποίον θα την υποστηρίζε. Την Μαργετα δεν την ένοιαζε όμως αν θα της γυρνούσε τη πλάτη. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά αλλά είχε δωσει την υπόσχεση της στην Αλεξάνδρα ότι θα σταθεί δίπλα της και στον εαυτό της ότι θα αλλάξει, για να διορθώσει τα τέρατα που έπραξε στο όνομα της οικογένειας της.

 Χρόνια παλεύε να μη γίνει μια Δεμερτζή και στο τέλος έγινε ακριβώς ότι σιχαίνοταν. Τα τελευταία βραδιά που τα περνούσε στο σπίτι του Στέφανου πολλές φορές σηκωνόταν μέσα στη νύχτα για να πιει υποτίθεται λίγο νερό η έτσι έλεγε τουλάχιστον. Στην πραγματικότητα πήγαινε στο σαλόνι και αφήνε τον εαυτό της να κλάψει. Δεν ήξερε ακριβώς γιατί αλλά ένιωθε ότι δεν μπορούσε να βαλει την ζωή της σε μια τάξη. Και όλα ξεκίνησαν από τότε που εμφανίστηκε ο Στέφανος στην ζωή της.

Δεν τον κατηγορούσε όμως. Πότε δεν τον κατηγορησε για τίποτα, στα μάτια της ήταν αλάθητος. Και αυτό ήταν που την πληγώνε περισσότερο. Είχε κάνει τόσα λάθη απέναντι του και αυτός πάντα την συγχωρούσε και άνοιγε την αγκαλιά του για εκείνη. Και πάντα της μιλούσε τρυφερά όπως όταν την πρωτόγνωρισε. Καλοκαίρι του 1917 ήταν και όλη τους η ιστορία κράτησε 6 μήνες. Και ένα παιδί. Ένα παιδί για το οποιο θυσίασε την ζωή της και τώρα θα την διέλυε μόλις την έβλεπε στο πλευρό της νύφης της και του μέλλοντα συζύγου της.

Οι σκέψεις της διαλύθηκαν μόλις άκουσε "να περάσει η κατηγορουμενη". Κοίταξε δίπλα της και είδε τον Στέφανο. Φορούσε ένα σκούρο λευκό κοστούμι, με καφέ γιλέκο και γραβάτα λευκή σατέν. Δεν τον είχε ξαναδεί με λευκό κουστούμι και βρήκε την επιλογή ιδιαίτερη για δική, αλλά του πήγαινε. Πόσο διαφορετικός φαινόταν δίπλα της, ούσα εκείνη μαυροντυμενη σαν το καλό και το κακό, σαν ένας άγγελος και ένας δαίμονας.

Η Αλεξάνδρα μπήκε μέσα στην αίθουσα, φορούσε ένα ροζ φόρεμα μακρύ και μαύρα παπούτσια, στα μαλλιά της είχε μια μαύρη κορδέλα και στο βλέμμα της το απόλυτο κενό. Γύρισε και κοίταξε την πεθερά της και οι δύο γυναίκες αντάλλαξαν ένα πικρό χαμόγελο,  γύρισε τη ματιά της στην έδρα και δεν έριξε ούτε μια ματιά στον Μάρκο που ικετεύε για ένα της βλέμμα.

Όλοι σηκώθηκαν να μιλήσουν υπέρ της Αλεξάνδρας και πόσο φριχτά ζούσε δίπλα στον Ιάσωνα. Ακόμα και η Ελπίδα. Η καρδιά της Μαργετας βούλιαζε όλο και περισσότερο σε κάθε κατάθεση.  Μέχρι που ήρθε και η σειρά της . Ο Στέφανος της εσφιξε το χέρι και ο Μάρκος της έριξε το πιο άγριο βλέμμα του. 

ΓαρδένιαWhere stories live. Discover now