Η Μαργετα καθόταν στο σαλόνι στο εξοχικό του Στέφανου και έπινε το τσάι που της είχε ετοιμάσει. Τις τελευταίες ημέρες με όσα είχαν συμβεί με την Αλεξάνδρα και την Ουρανία δεν είχε χρόνο να συναντήσει τον Στέφανο. Βρισκοντουσαν για λίγο στο γνωστό σημείο τους και μετά πάλι πίσω ο καθένας στο σπίτι του. Ο Στέφανος έπιασε τον εαυτό του πολλές φορές να αναρωτιέται αν ήταν όντως αρραβωνιασμενοι η απλά είχαν παγώσει τη σχέση τους. Το δαχτυλίδι στο χέρι της Μαργετας τον διαβεβαιώνε όμως για το αντίθετο.
Μπήκε στο σαλόνι και την είδε να ξαπλώνει στην πολυθρόνα κοιτάζοντας κάποιες φωτογραφίες απ το παρελθόν. Στις φωτογραφίες ήταν έγκυος, νύφη, αγκαλιά με το μωρό της.
-"Που τις βρήκες αυτές ;"
-"Κατά καιρούς μου τις έστελναν κάποιοι δίκοι μου άνθρωποι που τους είχα παρακαλέσει να μου λένε τα νέα σου. Ήσουν πανέμορφη εδώ" της είπε και έδειξε την εικόνα που κρατούσε την φουσκωμένη της κοιλιά.
-"Εδώ ήμουν 8 μηνών έγκυος, 6 για τους άλλους. Τρεις εβδομάδες μετά με έπιασαν οι πόνοι. Μάιος του 1918. Δύσκολη γέννα, 17 ώρες κράτησε. Ο γιατρός με έβλεπε αδύνατη και μικροκαμωμενη και έλεγε ότι δεν θα τα καταφέρω. Πάλεψα, πάλεψα πολύ για να κρατηθώ στη ζωή, λιποθυμουσα και μέσα στη ζάλη μου σε έβλεπα να μου κρατάς το χέρι και να μου δίνεις δύναμη. Μου έλεγες "Είσαι δυνατή θα τα καταφέρεις". Και τα κατάφερα".
Το μυαλό της Μαργετας την πήγε ασυναίσθητα 40 χρόνια πίσω, 2 Μαΐου 1918, η μέρα που γέννησε τον γιο της. Καθόταν στο παράθυρο της κρεβατοκαμαρας και χάζευε την αντανάκλαση της στο τζάμι, τα κάστανα της ακόμα μαλλιά, το ροζ φόρεμα, το βραχιόλι της. Ήταν μια απλή χρυσή αλυσίδα με ένα ματάκι περασμένο, το τελευταίο δώρο που της έκανε ο Στέφανος με τις οικονομίες του. Ένα μήνα έβαζε στην άκρη όλα του τα λεφτά για να της κάνει δωρο ένα στολίδι.
Η Μαργετα είχε πολλά βραχιόλια τώρα, γεμάτα πολύτιμες πέτρες αλλά δεν ήθελε να φοράει κανένα απ αυτά, μόνο αυτό το απλό το φτωχικό βραχιόλι. Σκέφτηκε ότι αν έκανε κορίτσι θα της το έδινε για να έχει κάτι απ τον πατέρα της. Αν ήταν κορίτσι θα την ονόμαζαν Σοφία, από την πεθερά της, αν ήταν αγόρι, Ιάσωνας. Αυτή δεν είχε επιλογή φυσικά.
Ξαφνικά ένιωσε έναν δυνατό πόνο, δεν πρόλαβε να πάρει ανάσα και ένιωσε έναν δεύτερο, κοίταξε κάτω και είδε νερά και αίμα να κυλάνε στα πόδια της. Κρατήθηκε από το κεφαλάρι του κρεβατιού, άνοιξε την πόρτα και φώναξε "Γενναω". Οι επόμενες ώρες ήταν εφιαλτικές. Όλοι απορούσαν πως γίνεται να γεννηθεί εφταμηνιτικο αλλά ο γιατρός τους διαβεβαιώσε πως δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Για την Μαργετα έδειχνε να ανησυχεί όμως, αδύνατη σαν κλαρακι και τόσο μικρή, παιδί ακόμα δεν είχε κλείσει τα 18 και έπρεπε να μαθει με τον πιο δύσκολο τρόπο πως θα ήταν η ζωή της από δω και πέρα.