Κεφάλαιο τρίτο

42 2 11
                                    


Άφησε τα παπούτσια να κρέμονται στο ένα χερι αποφασίζοντας τελικά να προχωρήσει λίγο πιο μπροστά. Η πλανευτρα θάλασσα παρέσυρε το βλέμμα της ν' αρμενισει από εδώ κι εκεί όσο τα κυματα που σκαγανε στην ακρογιαλιά, βύθιζαν ακόμη περισσότερο τα πόδια της στην υγρή άμμο. Έκλεισε τα μάτια αφήνοντας τον νωτισμενο αέρα να μπλέκει τις τούφες από τα μαλλιά της και τα πνευμόνια της να πλημμυρίσουν οξυγόνο.
Το σκούρο μπλε βασανιζόταν. Ώρα τώρα πάλευε, χτυπιόταν, ύψωνε το ανάστημα του στον δυνατό άνεμο κι η Δανάη παρομοίωσε την εικόνα μπροστά της με καζάνι που κοχλάζει, έτσι όπως τα νερά άφριζαν μανιασμένα. Ένιωσε το τζιν παντελόνι να μουλιάζει, αλλά δεν έκανε πίσω. Παρέμεινε όρθια στη θέση της να κοίτα αφηρημένα τον ορίζοντα στο βάθος. Το ελεύθερο χέρι της παρέμενε κρυμμένο μέσα στη τσέπη του μπουφάν που φορούσε με τα δάχτυλα της ώρα τώρα να ψηλαφούν το διπλωμένο χαρτί λες κι αυτή η κίνηση θα της έδινε τις απαντήσεις που ζητούσε. Όταν είχε βρει το πρώτο σημείωμα στον τάφο της Ελπίδας τις προάλλες δεν είχε δώσει σημασία. Το είχε σχεδόν ξεχάσει μέχρι σήμερα το πρωί, που βρήκε πάλι το λευκό τριαντάφυλλο και ένα νέο σημείωμα μαζί του στα σκαλιά του σπιτιού της. Ήθελε να το αγνοήσει, ήθελε να κλειδώσει τη πόρτα, να βάλει μπρος το αμάξι και να πάει στην υπηρεσία ξέγνοιαστη, μα η ημερομηνία κάτω από τον στίχο που είχε γραφτεί της αφαίρεσε την επιλογή αυτή. Ήταν αστυνομικός κι η σειρήνα μέσα στο κεφάλι της ήδη ηχούσε προειδοποιητικά. Κούνησε το κεφάλι έντονα για να διώξει τις σκέψεις και κοίταξε γύρω της.
Περα στην άλλη μεριά της παραλίας στεκόταν ένας άντρας. Έμοιαζε σαν να μην είχε καταλάβει τη δική της παρουσία είτε απλώς δεν τον ενδιέφερε. Σε λίγο, η ψηλή κορμοστασιά του λύγισε στα γόνατα και μόνο τότε παρατήρησε η Δανάη το χάρτινο καραβάκι που γλιστρούσε από τα δάχτυλα του στο νερό. Το βλέμμα της το ακολούθησε βρίσκοντας κι άλλα παρόμοια να πλέουν τριγύρω. Ύστερα γύρισε ξανά τη ματιά της σε εκείνον τον άνθρωπο. Τώρα ήταν ξανά όρθιος κι έφτιαχνε όπως μάντευε ακόμη ένα καραβάκι.

Τον παρατήρησε καλύτερα.

Τα χέρια του δούλευαν έντονα βιαστικα, κινήσεις που ούρλιαζαν οργή κι ας ήταν μονάχα η θάλασσα που χαλούσε αυτή την ώρα την ησυχία. Το σωμα του φώναζε τον πόνο κι ας ηταν τα χείλη του μια λεπτή ίσια γραμμή. Έπειτα, καθώς έγερνε το κεφάλι στο πλάι αναγνώρισε κάτι άλλο πάνω του. Κάτι που έβλεπε στον εαυτό της κάθε πρωί που κοιτούσε στον καθρέφτη: ο άγνωστος άντρας γύρισε για μια στιγμή και την κοίταξε με πρόσωπο ανέκφραστο, ουδέτερο, όμως τα μάτια του έκλαιγαν από απελπισία κι ανημποριά κι ας μην έτρεχε ούτε ένα δάκρυ.

Άλμα γρηγορότερο απ' τη φθορα - ON HOLDOù les histoires vivent. Découvrez maintenant