Η βροχή έπεφτε οργισμένα εκείνο το πρωινό μετατρέποντας τα μαρμάρινα σκαλιά σε μικρούς καταρράκτες κι η Δανάη κρατήθηκε απ’ το σιδερένιο κιγκλίδωμα για να μην γλιστρήσει. Μπήκε στο τμήμα αργοπορημένη, κατά το ήμισυ βρεγμένη και αρκετά εκνευρισμένη με την ασυνέπεια της. Καμώθηκε πως δεν πρόσεξε τα βλέμματα περιέργειας στο διάβα της, αγνοώντας όσους προσπάθησαν να της μιλήσουν για το οτιδήποτε εκείνη τη στιγμή. Βιαζόταν να φτάσει στο γραφείο της, όπου θα μπορούσε να σουλουπωθεί έστω λίγο προτού ξεκινήσει τη μέρα της. Ωστόσο, ο εισαγγελέας Κομνηνός είχε άλλη άποψη.
Βρισκόταν εκεί, καθισμένος στη δική της θέση, ενοχλητικά άνετος και ξέγνοιαστος, ανεπηρέαστος από την θεομηνία εκεί έξω και εξοργιστικά άψογος μέσα στο μπλε κοστούμι του. Το γύρισμα της σελίδας ήταν ο μόνος ήχος που ακούστηκε μέσα στο γραφείο καθώς ο Στέφανος εξέταζε τα έγγραφα του φακέλου που είχε ανοιχτό μπροστά του και η Δανάη παρατήρησε τις φλέβες στα χέρια του να γίνονται εντονότερες και να χάνονται κάτω απ’ το λευκό πουκάμισο σχηματίζοντας μπερδεμένα μονοπάτια. Τα λευκά δόντια μπήγονταν μανιωδώς στα αφράτα χείλη του ταυτόχρονα με το σμιξιμο των φρυδιών του. Μια λεπτή γραμμή προβληματισμού σκάφτηκε ανάμεσα στα φρύδια του.
Η Δανάη ενιωσε τις σταγόνες να κυλούν απ’ τα μαλλιά της στάζοντας στο πάτωμα και την μπλούζα της να κολλά μουσκεμένη πάνω στο στέρνο της.
«Αποφασίσατε να μας τιμήσετε με την παρουσία σας αστυνόμε;» ακούστηκε η φωνη του Στέφανου. Η ειρωνεία σχεδόν απτή.
«Αυτή είναι η θέση μου» μουρμούρισέ μέσα απ’ τα δόντια της θυμωμένα, όταν συνήλθε από την αφηρημάδα της και δεν ήξερε αν το παράπονο ήταν για όσα είχαν πάει στραβά μέχρι εκείνη τη στιγμή ή γιατί όντως αυτή ήταν η θέση της κι ο μόνος έμμεσος τρόπος να τον διώξει από αυτή.
«Δεν βλέπω πουθενά γραμμένο το όνομα σου, αστυνόμε» συνέχισε ακάθεκτος εκείνος ακόμη χωρίς να της ρίξει μια ματιά. Η Δανάη δαγκώθηκε να μην ξεσπάσει τα νεύρα της πάνω του και άφησε τη τσάντα της σε μια καρέκλα παραπέρα προχωρώντας προς τα μέσα.
« Χριστέ μου, τι σου συνέβη;» πετάχτηκε ο Αντρέας φτύνοντας σχεδόν τον καφέ του, έτσι που γύρισε να την κοιτάξει όταν αντιλήφθηκε την παρουσία της.
Ο Στέφανος σήκωσε το κεφάλι κι επιτέλους έσυρε τη ματιά του πάνω της. Πρώτα την κοίταξε κατάματα κι ύστερα από πάνω μέχρι κάτω. Επίμονα. Έντονα. Έπειτα, άφησε τα χαρτιά να πέσουν απ’ τα χέρια του άχαρα στην επιφάνεια του γραφείου και ακούμπησε στην πλάτη της θέσης του απολαμβάνοντας το θέαμα. Η Δανάη μετατόπισε το βάρος της από το ένα πόδι στο άλλο νιώθοντας παράλογα υπόλογη κάτω από το εξεταστικό του ύφος. Τα μάγουλα της κοκκίνισαν ελαφρά.
VOCÊ ESTÁ LENDO
Άλμα γρηγορότερο απ' τη φθορα - ON HOLD
Mistério / SuspenseΗ Δανάη νόμισε πως επιτέλους τα σχοινιά που την χειραγωγούσαν φάνηκαν. Πως θα μπορούσε να τα κόψει οποιαδήποτε στιγμή. Μα ξέχασε πως το χέρι που θα κρατάει το ψαλίδι κι αυτό Άλλος το κινεί.