Κεφάλαιο πρώτο

116 5 10
                                    

   ~Ένας χρόνος πριν, φυλακές Κορυδαλλού~

   Είκοσι χρόνια δεν έπαψε να την σκέφτεται, να την επιθυμεί,  να την αναζητά. Τώρα που στεκόταν μπροστά της και την έβλεπε να ζωντανεύει,  να παίρνει μορφή, με δυσκολία μπορούσε να το πιστέψει. Ήταν τόσο κοντά της που αν απλωνε το χέρι του,  μπορούσε να την αγγίξει. Η σκέψη αυτή γέμισε τις φλέβες του με αδρεναλίνη,  έκανε την καρδιά του να χτυπά δυνατά κι ακανόνιστα. Όμως, εκείνος δεν ήθελε απλώς να την αγγίξει. Ήθελε να την αγκαλιάσει, να την φιλήσει, να την γευθεί.

Ήθελε να νιώσει την Εκδίκηση παντού μέσα του, σε όλο της το  μεγαλείο.

Διάβασε ξανα το όνομα  στο κιτρινισμενο χαρτί προτού το διπλωσει και το κρύψει μέσα στο σακάκι του.

    «Είσαι σίγουρος;»

    Ο άλλος άντρας που καθόταν απέναντι του σήκωσε το βλέμμα στο δικό του. Εκεί βρήκε το γνώριμο πια σκοτάδι ανυπόμονο να λαχταρά την απάντηση, για να ξεχυθεί επιτέλους και να τυλίξει τα πάντα στο πέρασμά του. Είδε την εκδίκηση να αγκαλιάζει παρηγορητικά τον πόνο και τις αναμνήσεις να ματώνουν με τα νύχια τους το βαθύ γαλάζιο της κόρης. Η αγωνία χάραξε καινούριες ρυτίδες στο ήδη γερασμένο του πρόσωπο, το οξυγόνο βάρυνε ξαφνικά και κατακάθισε μέσα στον μικρό χώρο του δωματίου κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Για λίγο σκέφτηκε να κάνει πίσω. Να βρει μια δικαιολογία και να τον πείσει ότι είχε κάνει λάθος. Ότι τίποτα δεν ήταν σίγουρο. Τότε όμως θυμήθηκε τον όρκο που είχε δώσει σε εκείνη. Θυμήθηκε την μελαγχολία και το σταθερά πικραμένο χαμόγελο της και ίσιωσε την πλάτη, κατάπιε τον φόβο και χαμογέλασε. Δεν μίλησε, αλλά κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Ο Άνδρας μπροστά του είχε την επιβεβαίωση που έψαχνε απεγνωσμένα κι ο ίδιος είχε γράψει την πρώτη λέξη του Επιλόγου. Τώρα θα ακουμπούσε πίσω στην πλάτη της καρέκλας του απολαμβάνοντας το θέαμα και η ψυχή της που θα καθόταν δίπλα του, θα έβρισκε επιτέλους την δική της δικαίωση.
    Σηκώθηκαν ταυτόχρονα με το άνοιγμα της πόρτας παραπέρα. Ο αστυνομικός σήμανε την λήξη του επισκεπτηρίου κι έκανε νόημα στον μεγαλύτερο να βγει απ’ το δωμάτιο. Ο τελευταίος κοίταξε ακόμη μια φορά τον γιο του. Του έσφιξε τον ώμο με νόημα, πάλι χωρίς ήχος να ξεφύγει απ’ τα χείλη του κι ύστερα ακολούθησε τον σωφρονιστικό υπάλληλο μέχρι το κελί του…

°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°

~Παρον~

Άλμα γρηγορότερο απ' τη φθορα - ON HOLDTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang