First kiss !

507 10 5
                                    

~ Δημήτρης ~
<Θεία> φώναξε μόλις μπήκε σπίτι μαζί με την Δάφνη. <Έλα ρε Δημήτρη τι φωνάζεις;> είπε βγαίνοντας από την κουζίνα. <Είναι έτοιμο το φαγητό γιατί πρέπει να φύγω;> είπε ενώ η Δάφνη πήγε επάνω. <Έτοιμο είναι αγόρι μου περίμενε να στρώσω τραπέζι>. <Α θεία είδα την Άννα στον δρόμο και την προσκάλεσα να έρθει για φαγητό το βράδυ> <Απόψε το βράδυ;> <Ναι γιατί;> <Τι γιατί ρε Δημήτρη! Ποτέ θα προλάβω να ετοιμάσω ολόκληρο τραπέζι το βράδυ; Και τι φαΐ να κάνω;> <Ρε θεία η Άννα θα έρθει να φάει όχι ο προθυπουργος της χώρας. Κάνε ότι μπορείς και η Άννα είμαι σίγουρος ότι θα το εκτιμήσει> <Τέλος πάντων βάλε φωνή να έρθουν, το τραπέζι είναι έτοιμο.> <Ο πατέρας που είναι;> <Δεν είναι καλά . Άστον θα τον βάλω αργότερα να φάει> <Καλά > είπε και ανέβηκε επάνω.

~ Άννα ~
Η Άννα ξεφυσυξε και πλησίασε την πόρτα η οποία ξαναχτύπησε πιο επίμονα. <Δεν μπορεί να είναι αυτός είναι φυλακή> είπε και άνοιξε την πόρτα. Ήταν ένας νεαρός. <Εμ γεια σας... δουλεύω στο μπακάλικο και ξεχάσατε αυτή εδώ την σακούλα> είπε ο νεαρός διστακτικά δίνοντας την σακούλα. <Αχ να σαι καλά. Περνά μέσα να σου δώσω ένα ποτήρι νερό> <Δεν μπορώ πρέπει να γυρίσω πίσω στο μαγαζί...> <Ωραία περίμενε όμως δύο λεπτά να πιείς νερό και έφυγες. Σίγουρα θα δίψας> είπε και πήγε μέσα την σακούλα με τα ψώνια αφήνοντας πάνω στον πάγκο δίπλα στον νεροχύτη. Σε δευτερόλεπτα γέμισε ένα ποτήρι νερό και του το πήγε. <Σας ευχαριστώ πολύ. Στην υγειά σας> είπε και το κατέβασε μονοκοπανια. <Πως σε λένε;> <Άκη. Ο πατέρας μου έχει το μπακάλικο της γειτονιάς και τώρα πρέπει να πηγαίνω> είπε και έφυγε. <Στο καλό> είπε η Άννα αφότου ο Άκης ανέβηκε στο μηχανάκι του και έβαλε μπρος. Αμέσως μετά έκλεισε την πόρτα και ξεφυσυξε. Το κινητό της χτύπησε. Ήταν η Μάρθα. (<Έλα Άννα τι κάνεις; Έχουμε πολλές μέρες να τα πούμε.> <Καλά είμαι. Εσύ;> <Ας τα λέμε καλά. Μου λείπεις. Έγινε κάτι;> <Ο Άγγελος με βρήκε> <Αποκλείεται εδώ δεν σε βρίσκω εγώ> της απάντησε η φίλη της γελώντας. <Σήμερα μου ήρθε γράμμα από εκείνον> {...}).

~ Δημήτρης ~
Όλοι μαζί εκτός από τον Σπύρο ήταν μαζεμένοι στο τραπέζι απολαμβάνοντας το μεσημεριανό τους. <Μικρέ θα με βοηθήσεις σήμερα;> ρώτησε ο Δημήτρης. <Πρώτον δεν είμαι μικρός και δεύτερον δεν έχω άλλη επιλογή> . <Να έρθω και εγώ σήμερα μπαμπά;> ρώτησε η Δάφνη. <Δεν γίνεται> <Γιατί δεν γίνεται;> <Γιατί σήμερα αυτή η δουλειά είναι για μεγάλους. Την επόμενη φορά θα έρθεις. Τρώγε τώρα να μεγαλώσεις> <Δεν θέλω άλλο. Μπορώ να πάω επάνω;> <Μπορείς> είπε και η Δάφνη αφού πρώτα τον φίλησε στο μάγουλο ανέβηκε τρέχοντας επάνω. <Ποια αρνιά θα κρατήσεις για την οικογένεια;> ρώτησε η θεία του. <Θα δω. Σήμερα θα τα χωρίσω> <Εγώ Δημήτρη τελείωσα> είπε ο Θοδωρής. <Εγώ να δω ποτέ θα προλάβω να ετοιμάσω το δείπνο το βράδυ;> <Ποίο δείπνο;> ρώτησε ο Θοδωρής .<Τον μυστικό> απάντησε ο Δημήτρης πειράζοντας τον και χαμογέλασε. <Έχουμε καλεσμένη την Άννα το βράδυ> <Ώραια. Δεν μου λες ρε Δημήτρη τι παίζει με την γιατρό> ρώτησε ο Θοδωρής με τον Δημήτρη να πνίγεται με το νερό που έπινε. <Τίποτα> είπε καθαρίζοντας τον λαιμό του. <Καλά αυτό θα το δούμε> <Τι εννοεί Δημήτρη;> <Τίποτα ρε θεία βλακείες του Θοδωρή. Πάμε> είπε ο Δημήτρης και έφυγαν.

[Τρεις ώρες μετά]

Άννα και Δημήτρης (my love story)Where stories live. Discover now