Ξεροσφύρι την ήπιαμε σαν ποτό αφημένο στο μπαρ να τρεκλίζει. Και ήρθε τότε του ουρανού το μαύρο το μισάνοιχτο να θεριέψει την χαρά μας και την γλύκα των απέναντι νησιών. Στεριά που διαφεντεύει αυτά που αφήσαμε στα βάθη του ορίζοντα να μας κοιτάνε και εμείς να χανόμαστε στο θολό ένωμα, σταυροβελονιά μέσα στα σύννεφα και υγρές κόχες που χωνόμαστε , αλυχτάμε τις νύχτες και ανταμώνει το μεγάλο μουράγιο που αλητεύει μέσα στην ψυχή μας.
Αν κοντέψει το καράβι σε λιμάνι με φυλλοβόλους γυρισμούς αστράφτουνε κύμματα και νεφέλες..........