κεφάλαιο 6

27 5 8
                                    

Η Μέριλιν χαμογελαστή πλησίασε τους δύο φρουρούς που φυλούσαν την είσοδο του παλατιού. Στα χέρια της κρατούσε μια κανάτα με κρασί και δύο ποτήρια. 

«Σκέφτηκα ότι θέλατε παρέα και λίγο γλυκό κρασί» τους είπε. 

Οι δύο άνδρες κοιτάχτηκαν. 

«Απαγορεύεται να πίνουμε εν ώρα υπηρεσίας»

«Κανείς δεν θα το μάθει» είπε γλυκά η Μέριλιν, αλλά από μέσα της έτρεμε. 

Ήλπιζε το σχέδιο να πετύχει. 

Οι φρουροί εν τέλει ήπιαν κρασί κι σε λίγη ώρα έπεσαν στο πάτωμα λιπόθυμοι. 

Εκείνη την στιγμή πλησίασε και ο Άντριους. 

«Ελεύθερο το πεδίο! Πάμε! Το υπνωτικό δεν θα κρατήσει για πολύ» είπε το παλικάρι. 

Και έτσι μπήκαν στον πύργο του Μάξιμους. 

Ο Άντριους κατεύθυνε την Μέριλιν προς την Αίθουσα των Θησαυρών διακριτικά. 

Όταν άνοιξαν τις πόρτες της Αίθουσας αντίκρυσαν απίστευτο πλούτο. 

«Δεν το πιστεύω ότι ο βασιλιάς έχει τόσο χρυσό και δεν το μοιράζεται με τους απόρους» έκανε η Μέριλιν. 

«Θα τον πάρουμε μόνοι μας τον χρυσό. Δεν χρειάζεται κανείς να μας τον δώσει.» 

Αλλά τότε η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο Κάλιορ με κάποιους στρατιώτες. 

«Καλά το κατάλαβα ότι μπήκαν κλέφτες στο κάστρο. Φρουροί συλλάβετε τους» διέταξε και οι στρατιώτες σέρνοντας οδήγησαν τον Άντριους και την Μέριλιν στα μπουντρούμια. 

Και οι δύο νέοι σκέφτονταν ότι αυτή τους η προσπάθεια τελικά να κλέψουν λίγο χρυσάφι από τον βασιλιά τους, εν τέλει θα τους οδηγούσε στον θάνατο τους. Γιατί υπέθεταν ότι ο βασιλιάς δεν θα έδειχνε έλεος, αλλά σύντομα θα συνειδητοποιούσαν ότι οι ζωές των ίδιων και του Μάξιμους θα ενώνονταν για πάντα!

Το έπος του βασιλείου ΣτάρλαντWhere stories live. Discover now