«Γιέ μου.» τα μάτια του άντρα έλαμψαν φανερά με το που πέρασε ο γιος του το κατώφλι της σάλας.
Έκανε να σηκωθεί, βαστάζοντας το ξύλο της καρέκλας και έκανε ένα μοναχό βήμα μέχρι να πέσει στα χέρια του. Όλη του τη δύναμη την διοχέτευσε σε τούτη την αγκαλιά και έσφιξε τόσο έντονα, τόσο δυνατά. «Παλικάρι μου, λεβέντη μου, γύρισες.» είπε.
«Καπετάνιε.» ο νεαρός άνδρας κατέβασε άλλο λίγο το πρόσωπο του να βρει καταφύγιο στον ώμο του πατέρα του. «Πατέρα.» ψιθύρισε ύστερα κλείνοντας τα μάτια του.
Ο Τζανέτος κολυμπώντας στον ωκεανό της ασθένειας του, αντίκρισε τον υιό του με μάτια που αντανακλούσαν την ανυπέρβλητη αγάπη. Στους ώμους του έπεφτε το βάρος του κληρονομικού του χρέους και παρόλο που κανέναν τέτοιον σκοπό δεν είχε, όταν ο θείος του ο Κανέλλος τον είχε επισκεφθεί στην Οδησσό και του τα είχε φανερώσει όλα, πνίγηκε στις τύψεις. Τύψεις που έζησε μακριά για χρόνια, τύψεις που ο πατέρας του δεν είχε μοιραστεί την αρρώστια του, τύψεις, τύψεις κι άλλες τύψεις.
«Καλώς όρισες, ξάδερφε.» έφτασε στην τραπεζαρία ο Μάρκος και τον έσφιξε κι εκείνος στην αγκάλη του. «Επιτέλους άφησες τα κρύα.» του χαμογέλασε.
Η υπηρέτρια, Μορφούλα τη 'λέγαν, μπαινόβγαινε για να παραλλάζει τα κεριά και να κρατά τον χώρο φωτισμένο όσο οι αφεντάδες ξαποσταιναν γύρω από το τραπέζι και μιλούσαν ακατάπαυστα. Και εκεί, ο επιστρέφων γιός, το επίκεντρο για τον επερχόμενο ρόλο του διαδόχου, να προσπαθεί μέσω του προσωπείου του να φαίνεται πρόσχαρος και ευγνώμων.
«Σε ευχαριστώ που το δέχτηκες, Αντρέα μου.» ο Κανέλλος του πρόσφερε ένα πήλινο με κρασί από το κελάρι. Παλιό και έντονο στη γλώσσα για να το θυμάσαι ακόμη κι όταν είσαι απόλυτα νηφάλιος.
Είχαν αποσυρθεί αργά και ο Κανέλλος τον επισκέφθηκε μεμιάς, χωρίς καν να σκεφτεί την κούραση του. Πάντα αυθόρμητος και έτοιμος για βαθιές, ουσιαστικές συζητήσεις. Παντού τριγυρνούσαν οι ψίθυροι πως είχε αδυναμία σε 'κείνον κι ας ήταν μακρια. Από τότε που ο Τζανέτος είχε αρρωστήσει, ο Κανέλλος ήταν εκείνος που έκανε το μεγάλο ταξίδι για να βρεθεί κοντά στον ανηψιό του, κουβαλώντας νέα και χωρατά μονάχα για τον μονάκριβο. Ακόμα θυμαται την απόφαση της μάνας του να φύγουν μακρια από τη Μάνη όταν ήταν μόλις εννέα ετών. Όση αγάπη κι αν είχε του πατέρα του, δεν μπόρεσαν εκείνα τα χώματα να την κρατήσουν δέσμια. Είχε γνωρίσει πίκρα και απαξίωση για τις ρίζες της. Όπου κι αν πατούσε ήταν δακτυλοδεικτούμενη κι ας ήταν καπετάνισσα. Οι ίδιοι Μιχαήλ και Δαμιανή δεν την είχαν αποδεχτεί ποτέ και μόνον όταν κατάφεραν να τη διώξουν, επέστρεψαν στον Πύργο.
YOU ARE READING
Μυστικό κι αγάπη
FanfictionΟ Αντρέας Λάσκαρης επιστρέφει στα πάτρια χώματα για να αποδεχτεί την νόμιμη θέση του, αφού ο πατέρας του είναι άρρωστος.