Το πρώτο φως της αυγής γλιστρούσε απαλά μέσα στην σκηνή, ξυπνώντας τους σιγά-σιγά. Οι τελευταίες νότες της νύχτας είχαν σβήσει, και η ησυχία του πρωινού τους τύλιγε σαν μια ζεστή κουβέρτα. Η Θεοφανώ άνοιξε τα μάτια της και είδε τον Αντρέι να την κοιτάζει με ένα χαμόγελο που ακτινοβολούσε τρυφερότητα.
«Είναι ώρα να φύγουμε,» της ψιθύρισε εκείνος, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της απαλά. «Ποιος άργησε σήμερα.» συνέχισε περιπαικτικά.
Εκείνη χαμογέλασε και τεντώθηκε, αισθανόμενη τον αέρα του πρωινού να της γεμίζει τους πνεύμονες με φρεσκάδα. Σηκώθηκαν μαζί, ντύθηκαν και μάζεψαν τα λιγοστά πράγματά τους, έτοιμοι να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Έξω από τη σκηνή, το άλογο τους περίμενε υπομονετικά, τα μάτια του λαμπερά στον πρωινό ήλιο.
Ο Αντρέι την βοήθησε να ανέβει στο άλογό, και έπειτα το καβάλησε και ο ίδιος. Η γη λουζόταν από ήλιο καλοκαιρινό, δημιουργώντας ένα μαγευτικό τοπίο γεμάτο χρώματα και υποσχέσεις για τη νέα ημέρα τους.
Το ταξίδι συνεχίστηκε μέσα από καταπράσινες κοιλάδες και ήρεμα ρυάκια, ο κόσμος ξυπνούσε γύρω τους και η φύση τους καλωσόριζε με την ομορφιά της. Το άλογο προχωρούσε σταθερά, και οι δυο τους μιλούσαν σιγανά, μοιράζοντας όνειρα και σχέδια.
Ώρες αργότερα, είδαν επιτέλους τον προορισμό τους να ξεπροβάλλει στον ορίζοντα. Ένα μικρό χωριό, φωλιασμένο ανάμεσα σε πέτρες και τοίχους, με τις φωνές των ανθρώπων να γεμίζουν τον αέρα με ζωντάνια. Κατέβηκαν από το άλογο τους και κοιτάχτηκαν για μια στιγμή. Όλα έμοιαζαν όνειρο.
Ο Ευτύχιος τους περίμενε ακριβώς έξω από τα τείχη, έχοντας ήδη ενημερώσει τους Οθωμανούς φρουρούς και επιδεικνύοντας τα κατάλληλα χαρτιά, κατάφεραν να εισέλθουν μέσα στον πανέμορφο τόπο ανενόχλητα.
Το κατάλυμα τους ήταν απλό μα όμορφο με άπλετη θέα στο πέλαγος και ακριβώς δίπλα στα τείχη της Μονοβάσιας.
«Πως σου φαίνεται;» την ρώτησε.
«Δεν έχω ξαναβρεθεί σε τέτοιο μέρος.» του είπε ακόμα κοιτάζοντας τριγύρω.
Ο Αντρέι ανασήκωσε το φρύδι του και έψαξε που ταξίδευε το βλέμμα της. Μονάχα πέτρινοι τοίχοι και κεριά. Παλιά έπιπλα και ραγισμένα πιατικά. Δεν μπορούσε να δει τι την είχε συνεπάρει τόσο.
«Είναι εντάξει.» είπε μονάχα.
Η Θεοφανώ γέλασε δυνατά και γάργαρα. Πέρασε τα χέρια της γύρω από τους ώμους του και του άφησε ένα φιλί στο μάγουλο.
YOU ARE READING
Μυστικό κι αγάπη
FanfictionΟ Αντρέας Λάσκαρης επιστρέφει στα πάτρια χώματα για να αποδεχτεί την νόμιμη θέση του, αφού ο πατέρας του είναι άρρωστος.