Ο Κανέλλος τον κοιτούσε καχύποπτα. Όλο σφιγμένα χείλη και μισάνοιχτα μάτια. Χέρια δεμένα μπροστά του και στάση ευθυτενής και άκρως αμυντική.
«Θέλεις να ζητήσεις την Θεοφανώ.» επανέλαβε. «Την αδερφή του Σπήλιου.»
«Αυτό είπα.» έχανε λίγο-λίγο την υπομονή του. «Λοιπόν; Θα με βοηθήσεις;»
Όταν κατάλαβε ότι απάντηση δεν θα έπαιρνε και άδικα περίμενε, κίνησε για την έξοδο.
«Κάτσε ρε παλικάρι μου, βάστα!» έτρεξε πίσω του. «Να σε βοηθήσω, απλά δεν το περίμενα.» τον βοήθησε όντως με τα χαλινάρια.
«Να παντρευτώ δεν έπρεπε; Θα προσπαθήσω να πείσω την Γερακάρισσα.» εξήγησε λακωνικά.
Πήραν τα άλογα και ξεκίνησαν για τον Πύργο του Γερακιού με τον Κανέλλο να μην μπορεί να κρατηθεί, κάνοντας του χίλιες δυο ερωτήσεις που απαντούσε με γενικότητες.
«Καλώς τους, δεν σας περιμέναμε.» τους απάντησε η Σκεύω με μια μικρή υπόκλιση.
«Είναι εδώ ο Σπήλιος;» ρώτησε ο Κανέλλος.
«Μάλιστα, να σας συνοδεύσω-»
«Σκεύω,» ο Αντρέι την σταμάτησε. «Μπορείς να μου φωνάξεις την Θεοφανώ;»
«Ναι πήγαινε κοπέλα μου και μην πεις στο Σπήλιο ότι ήρθα με τον Αντρέα. Έλα, πάμε.» η γυναίκα φάνηκε κάπως μπερδεμένη αλλά δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση στον Κανέλλο όποτε απλά ακολούθησε αυτά που της είπε.
Ο Αντρέι πήρε μια βαθιά ανάσα και ύστερα την άφησε περπατώντας προς τον τοίχο που ήταν γιομάτος αγιόκλημα. Ίσως το αγιόκλημα ήταν ομορφότερο από τα κυκλάμινα για 'κείνη, ίσως έπρεπε να έχει σκεφτεί περισσότερο τι θα της πρόσφερε. Ίσως-
«Αντρέι;» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την σκέψη του όταν την άκουσε.
Γύρισε και τη βρήκε να περπατάει προς το μέρος του στολισμένη με την πιο μπλε μεταξωτή φούστα, έκανε κύματα σαν 'κείνα του Αιγαίου τους, κάθε πτυχή μια απόδειξη της χάρης της. Τα μαλλιά της, ένας καταρράκτης από ξανθές χοντρές τούφες, πλέκονταν με περίπλοκα σχέδια στον αέρα, αιχμαλωτίζοντας το φως του ήλιου στη χρυσή τους αγκαλιά.
«Η Σκεύω μου είπε πως με χρειάζεσαι κάτι;» στάθηκε απέναντι του. «Κυκλάμινα είναι αυτά; Που τα βρήκες τέτοια εποχή;» χαμογέλασε πλατιά και έσκυψε τόσο δα μονάχα για να τα δει από λιγάκι πιο κοντά.
Ο Αντρέι ενέτεινε το χέρι του και της τα πρόσφερε. «Για εσένα είναι.»
Η Θεοφανώ άνοιξε τα μάτια πλατιά και πάγωσε στο σημείο που στεκόταν, μονάχα τα δάχτυλα της τέντωσε όταν εκείνος της έδωσε το μικρό μπουκέτο. «Γιατί;» ψέλλισε την ερώτηση της.
YOU ARE READING
Μυστικό κι αγάπη
FanfictionΟ Αντρέας Λάσκαρης επιστρέφει στα πάτρια χώματα για να αποδεχτεί την νόμιμη θέση του, αφού ο πατέρας του είναι άρρωστος.