Chapter 6

329 11 4
                                    


Ένιωσε τα μάτια της να τρέχουν αμέσως και ανασηκωθηκε λίγο, φοβισμένη μην χάσει έστω και ένα του βλέμμα. Δεν ήταν σίγουρη εάν είχε ακούσει σωστά· εάν όντως εκείνος, ο άντρας της, πίστευε την αλήθεια της.

«Δεν μπορεί να γνώριζες κάτι απ'όλα αυτά που μου είπες. Και ειλικρινά, ξέρω πως δεν μου λες ψέματα.» της εξήγησε. «Προσπαθώ να τα χωνέψω και να καταλάβω γιατί δεν με εμπιστευθηκες. Ο Σπήλιος σήμερα μου είπε την ιστορία σας και πως πήγε να σε σκοτώσει στην αρχή μέχρι που του έδειξες τα πάντα.»

Η Θεοφανώ έκλεισε τα μάτια της στην ανάμνηση. Άσχημη, γεμάτη πόνο ανάμνηση.

«Θεοφανώ,» την πήρε ανάμεσα στις παλάμες του. «Σε πιστεύω.»

«Αγάπη μου.» του ψιθύρισε πίσω με ορθάνοιχτα μάτια και έπεσε μέσα στην αγκάλη του.

Πήραν ανάσα μαζί. Τα πνεμόνια τους άνοιξαν και οι καρδιές τους χτύπησαν ξανά στα μέχρι τότε σαν άψυχα σώματα τους. Ο Αντρέι ανέβασε τα χέρια του αργά, αγκαλιάζοντας την πίσω.

«Θα σου φέρω γιατρό.» της είπε ψιθυριστά.

«Τίποτα δεν ήταν.» του χαμογέλασε ελαφρά και ήταν λες και φώτισε ξανά ο τόπος του. Μα δεν το δείξε, απλά της εγνευσε. «Με πιστεύεις, αλήθεια;» τον ρώτησε.

«Ναι και θα ήθελα να μου τα ξαναπείς όλα, σε παρακαλώ. Θα σε πιστέψω ο,τι και να μου πεις.» της ζήτησε. «Αλλά Θεοφανώ, δεν-»

«Όχι, μην πεις τίποτα.» τον σταμάτησε. «Ξέρω πως έχασες την αγάπη σου για 'μένα, αρκεί να μην με θεωρείς μάγισσα, αισχρή, ότι ήθελα ποτέ να σε βλάψω ή πως είχα πονηρούς, άθλιους σκοπούς.»

Ο Αντρέι έσφιξε το σαγόνι του στα λάθη των σκέψεων της, μα την άφησε να τον σφιχταγκαλιάσει ξανά, τούτη την φορά σφίγγοντας την κι εκείνη λίγο περισσότερο.

Η ζεστή, καλοκαιρινή μέρα ήταν γεμάτη ζωντάνια, με τον ήλιο να ρίχνει τις χρυσές του ακτίνες πάνω στις πέτρες του ημιτελούς ναού. Οι δυο άντρες συζητούσαν για τα σχέδια και τις προκλήσεις της κατασκευής, ενώ η Θεοφανώ θαύμαζε το παρτέρι που σε λίγο θα στολιζότανε με αγριολούλουδα.

Ύστερα, του έδειξε τα αψιδωτά παράθυρα που είχαν μόλις τελειώσει. Της μίλησε λιγάκι για τους μεγαλοπρεπείς ναούς στη Ρωσία και της διηγήθηκε μιαν ιστορία που η Χαριτίνη τον είχε χάσει μες το ιερό και δεν έλεγε να βγει. Εκείνη γέλασε δυνατά και η καρδιά του γέμιζε ευτυχία βλέποντας την ηρεμία στα μάτια της. Δεν τόλμησε να της το πει, παλεύοντας μέσα του ακόμη. Φοβόταν. Σκιαζόταν με την προδοσία που είχε νιώσει. Απ' όλους.

Μυστικό κι αγάπη Where stories live. Discover now