Πρώτο Μέρος: Νικόλ

341 17 0
                                    

Οι άνθρωποι μερικές φορές μιλάνε για θηριώδη κακία, αλλά αυτό είναι μεγάλη αδικία για τα θηρία. Ένα θηρίο δεν μπορεί ποτέ να είναι τόσο κακό όσο ο άνθρωπος, τόσο επιδέξια κακό.

- Ντοστογιέφσκι

Έβρεχε.

 Όμως η καταρρακτώδης βροχή δεν ήταν αρκετή για να ξεπλύνει τα πάθη και τις αμαρτίες αυτού του κόσμου. Άλλη μια μέρα είχε ξημερώσει γκρίζα και μουντή. Και ο Μάικλ δεν ήταν πουθενά – λες και δεν είχε υπάρξει ποτέ. Είχε καιρό να δώσει σημεία ζωής. Κάποιες φορές, έπιανα τον εαυτό μου να ανησυχεί. Εκείνος με είχε προειδοποιήσει για τη φύση του, μου είχε πει όσα έπρεπε να ξέρω. Κι εγώ δεν άκουσα. Νόμιζα πως ήμουν έτοιμη να αποδεχτώ ένα τέτοιο πλάσμα κι ακόμα περισσότερο να το αγαπήσω. Μάλλον έσφαλα...

Τώρα ο αέρας λυσσομανούσε. Οι ριπές του ρήμαζαν τα δέντρα και τα φυτά, ξερίζωναν το γρασίδι και σκόρπιζαν χιλιάδες μικροαντικείμενα τριγύρω. Άνοιξα το ένα παραθυρόφυλλο και μύρισα τη χαρακτηριστική μυρωδιά της βροχής. Μια περίπου ριψοκίνδυνη ιδέα μου πέρασε από το μυαλό σαν πρόκληση προς τον εαυτό μου κι εγώ την αποδέχτηκα.

Βγήκα έξω μες στην κοσμοχαλασιά και περπάτησα μέχρι το πλησιέστερο καφέ. Άνοιξα την πόρτα με αποφασιστικότητα και διάλεξα να καθίσω σε ένα γωνιακό τραπέζι κοντά στη τζαμαρία. Σύντομα είχα μπροστά μου μια κούπα ζεστό τσάι με γλυκάνισο και κανέλα που άχνιζε. Ρούφηξα μερικές γουλιές στο χαλαρό κι ένιωσα μια εσωτερική γαλήνη να απλώνεται στην ψυχή μου. Έβγαλα ένα αντίτυπο του Ονείρου Θερινής Νυκτός του Σαίξπηρ από την τσάντα μου και το άνοιξα με αργές κινήσεις. Τα μάτια μου απομακρύνθηκαν από το βιβλίο στο άκουσμα ενός δυνατού γέλιου στην άλλη άκρη της αίθουσας, όπου καθόταν μια παρέα πέντε ατόμων της ηλικίας μου. Απομάκρυνα βιαστικά το βλέμμα μου για να μην τους δώσω αφορμή να με προσέξουν. Σε εκείνη τη φάση δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν. Είχα έρθει εδώ μόνη κι αν εκείνος δεν επέστρεφε ποτέ θα έφευγα πάλι μόνη.

Ο νους μου ξέφυγε απρόοπτα προς τον Μάικλ Τζόζεφ. Μπορεί η διαφορά ηλικίας μεταξύ μας να ήταν τεράστια, όμως ένιωθα πως είχα χάσει ένα πολύτιμο φίλο. Είχαν περάσει πέντε μήνες κι εξακολουθούσα να μη μπορώ να συνειδητοποιήσω όσα είχαν γίνει. Μέσα σε ένα μήνα είχα χάσει σημαντικά κομμάτια της ζωής μου. Το κενό που άφησαν πίσω τους δεν μπορούσε να γεμίσει με κανένα υποκατάστατο.

Αμέσως αφότου ο Μάικλ έφυγε, ανακοίνωσα στους δικούς μου πως θα ερχόμουν να σπουδάσω στη Γιούτα. Ήθελα να τρέξω μακριά από τις αναμνήσεις μου. Επαναλάμβανα διαρκώς στον εαυτό μου ότι δεν έπρεπε να γυρνάω πίσω. Το παρελθόν – ακόμα και το πιο πρόσφατο – ήταν σαν ανοιχτή πληγή που μάτωνε και πονούσε ανεξέλεγκτα.

Μια Ψυχή Στο Σκοτάδι {Η Καταραμένη Γενιά - Βιβλίο Δεύτερο}Where stories live. Discover now