Δεύτερο Μέρος: Κολ

93 7 0
                                    

Πόσο θα ήθελα το μυαλό μου να ήταν κενό και μέσα στο κεφάλι μου να επικρατούσε, επιτέλους, ησυχία. Τις ελάχιστες φορές που έκλεινα τα μάτια μου έβλεπα τις χρυσές του ίριδες να με κοιτάζουν. «Ζέφυρε», μου έλεγε, «είναι κάπως αργά για να αναθεωρήσεις». Κι είχε δίκιο. Εγώ ήμουν εκείνος που μπορούσε να δει τους χειρότερους εφιάλτες των άλλων και να τους στρέψει εναντίον τους, όμως τώρα οι δικοί μου εφιάλτες ήταν οι χειρότεροι. 

Το κρύο στην Αλάσκα ήταν αναζωογονητικό. Παραμέρισα απαλά το Ράνταλ και βγήκα στο μπαλκόνι εισπνέοντας παγωμένο αέρα και χιόνι, το οποίο κολλούσε πάνω στη μύτη μου. Άπλωσα μπροστά την παλάμη μου και μερικές νιφάδες χόρεψαν με χάρη στο δέρμα μου. Η θερμοκρασία μου συμβάδιζε αρκετά καλά με τη δικιά τους, εμποδίζοντάς τις από το να λιώσουν. 

Ο Ράνταλ πάλευε με τα σκεπάσματα ξανά. Στριφογυρνούσε ανελέητα ανάμεσά τους Τα όνειρά του ακολουθούσαν, συνήθως, παρόμοιο μοτίβο. Είτε με σκότωναν οι μάγοι είτε με σκότωνε ο αδερφός μου που γυρνούσε από τον Κάτω Κόσμο για να με πάρει μαζί του. Πρώτη φορά έβλεπα τον εαυτό μου νεκρό μέσα από τα μάτια κάποιου άλλου. Δεν ήταν να απορεί κανείς για το πώς είχαν αποτυπωθεί τέτοιες εικόνες στο μυαλό του Ράνταλ. Καθένας από εμάς είχε βάψει πάμπολλες φορές τα χέρια του με αίμα κι ας μην το ήθελε. Πέρασα αργά κι απαλά την ανάστροφη του χεριού μου πάνω στο μάγουλό του κι είδα τα βλέφαρά του να τρεμοπαίζουν έτοιμα να ανοίξουν. 

«Τι ώρα είναι;», μουρμούρισε νυσταγμένα.

«Τέσσερις παρά είκοσι. Αν θέλεις να ξεκουραστείς κι άλλο, μη διστάσεις να ξανακοιμηθείς»

«Όχι, είμαι εντάξει»

«Αυτή τη φορά με σκότωσαν με διαφορετικό τρόπο στο όνειρό σου»

«Γιατί παρακολουθείς τους εφιάλτες μου;»

«Σε περίπτωση που χρειαστεί να επέμβω για να τους σταματήσω. Πάψε να σκέφτεσαι τα σχέδια του Μάικλ, σου κάνουν κακό. Έχουμε άλλες δυο μέρες εδώ· ας τις κάνουμε να αξίζουν»

Ο Ράνταλ μόρφασε. Κάπου εκεί έξω, κάποιος είχε χαλάσει το ρουν της ιστορίας μας κι εκείνος ήθελε να το ανατρέψει αυτό. Όταν πέθανε ο Μάικλ Τζόζεφ, εκείνος είχε θυμώσει με τον εαυτό του που του επέτρεψε να περάσει το κατώφλι της πόρτας και να ακολουθήσει τον Αλεξάντερ προς το θάνατό του.

Προσπαθούσα να αποδεχτώ πως ένα μέρος του θα τον αγαπούσε για πάντα. Μπορεί να μην ήταν ερωτευμένος μαζί του πια, όμως η αγάπη του για τον αδερφό μου ήταν μεγάλη. Ένα κομμάτι της ζωής του καθενός τους ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με του άλλου. Ένα κομμάτι στο οποίο εγώ δεν είχα θέση, γιατί κατά τη διάρκειά του ήμουν απών. Είχα παραμερίσει τα ανθρώπινα ένστικτα και συναισθήματά μου για να αφήσω χώρο στον εαυτό μου να γίνει το θηρίο που έβλεπαν οι άλλοι μέσα μου. Με άλλα λόγια, τους έκανα τη χάρη να μεταμορφώσω τον εαυτό μου σε αληθινό δαίμονα, τρέχοντας μακριά από τα προβλήματά μου αντί να τα λύσω.

Μια Ψυχή Στο Σκοτάδι {Η Καταραμένη Γενιά - Βιβλίο Δεύτερο}Where stories live. Discover now