Πολλαπλές πραγματικότητες

170 9 0
                                    

Κάπου σε ένα διαφορετικό κόσμο...

Τα μάτια του κοιτούσαν τον τεράστιο χώρο μπροστά του με ένα ίχνος θαυμασμού να γίνεται φανερό στις ίριδες τους. Οι τοίχοι από οψιδιανό καθρέφτιζαν την επιβλητική του παρουσία, δημιουργώντας εκατοντάδες αντίγραφα του. Ο άντρας έτεινε τα χέρια προς τα πίσω και μάζεψε τα ασημένια μαλλιά του σε μια χαμηλή κοτσίδα. Μερικές μπούκλες που εξακολουθούσαν να πέφτουν χαλαρές στο μέτωπο του έκαναν τώρα αντίθεση με το χρυσό των ματιών του.

Δυο χαμηλά μαγκάλια με φωτιά βρίσκονταν δεξιά κι αριστερά από εκείνη την ψηλή καρέκλα, όμοια με θρόνο, όπου ετοιμαζόταν να καθίσει. Κάτι δεν του άρεσε στο όλο σκηνικό, αλλά προτιμούσε να το κρατήσει κι αυτό μέσα του. Εδώ και μερικές μέρες μπορούσε να ακούσει τον ήχο μιας καρδιάς να χτυπάει γρήγορα κι επίμονα, λες και την είχε δίπλα του. Θεωρούσε ότι ήταν η ιδέα του. Εξάλλου, ακόμα προσαρμοζόταν. Όμως, ήταν δυνατόν αυτό να συνεχίζεται για τόσο καιρό;

«Βέριαν!», φώναξε κι ο ήχος της φωνής του έκανε τους τοίχους να τρέμουν. Ακουγόταν ανατριχιαστικά ψυχρή και βροντερή. Ο Βέριαν πέρασε το κατώφλι της δίφυλλης πόρτας κι έτρεξε να σταθεί απέναντι του. Ο άντρας με τα ασημένια μαλλιά άπλωσε τα χέρια κι άγγιξε τους ώμους του. Ηλεκτρικά κύματα διαπέρασαν το σώμα του Βέριαν. Η ενέργεια που εξέπεμπε ο νέος αυτός δράκος ήταν απίστευτη. Ως νεαρός μάγος είχε διδαχθεί να σέβεται τους δράκους, ωστόσο πολλές φορές η πίεση που ένιωθε εξαιτίας του ότι τους υπηρετούσε γινόταν ασήκωτο φορτίο. «Πες στους αδερφούς μου ότι επείγει να τους μιλήσω. Τώρα!».

Ο δράκος κάρφωνε με το βλέμμα του τον Βέριαν, ο οποίος απέφευγε να του το ανταποδώσει. Δεν έχει συναισθήματα, υπενθύμιζε ο Βέριαν στον εαυτό του. Ο δράκος στράβωσε τα χείλη του σε ένα αμυδρό χαμόγελο. «Κι αυτό το θεωρείς πρόβλημα;», ρώτησε σαρκαστικά. Ο νεαρός προσπάθησε να μασήσει τα λόγια του. Δεν θα ήταν προς όφελος του αν αντιμιλούσε σε ένα τόσο ισχυρό πλάσμα. Άραγε, είναι όντως ζωντανός ή έτσι μοιάζει; ,αναρωτήθηκε αυθόρμητα.Ο δράκος άφησε τα χέρια του να πέσουν αργά στα πλάγια του σώματος του κι έγειρε προς τα πίσω το κεφάλι του γρυλίζοντας. 

«Πολλά ρωτάς», επισήμανε με βαθιά φωνή. 

Το χρώμα στα μάτια του άλλαξε κι έγινε μαύρο σαν κατράμι ενώ μια σειρά από φλέβες διαγράφονταν από κάτω τους. Ξαφνικά, ο δράκος έτεινε το ένα χέρι του κι άρπαξε εκείνο του Βέριαν. Ύστερα το έφερε με φόρα προς το στήθος του και το ακούμπησε στο παγωμένο δέρμα του. Ο Βέριαν παρατήρησε έντρομος ότι δεν υπήρχε καρδιά εκεί μέσα. Όχι, τουλάχιστον, μια ζωντανή καρδιά. 

Μια Ψυχή Στο Σκοτάδι {Η Καταραμένη Γενιά - Βιβλίο Δεύτερο}Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin