Καφέ: το καφέ χρώμα συμβολίζει τη σταθερότητα σε πεποιθήσεις και την αξιοπιστία. Δεν προτιμάται από ανθρώπους αυθόρμητους, αλλά συνήθως από πρακτικούς που τους αρέσει η ρουτίνα της καθημερινότητας.
—·—Η κοπέλα με τα ξανθά μαλλιά, ευάρεστα έβγαζε φωτογραφίες επεί δέκα συνεχόμενα λεπτά την φίλη της, όσο εκείνη πόζαρε -κάπως άβολα-, μπροστά από το λιμάνι, όπου η θάλασσα απλώνονταν αρχοντικά, αντικατοπτρίζοντας αυτό το τόσο μαγευτικό χρυσαφένιο χρώμα του ουρανού. Ο ήλιος εμφιλοχωρουσε, μέσα από ξέφρενα μαλλιά και έδινε λάμψη στα πρόσωπα και των δυο κοριτσιών. Μα δεν τον χρειάζονταν για να λάμπουν.
Πέρασα καλύτερα το λουρί της λευκής μου τσάντας θαλλάσης στον ώμο και έκανα να απομακρυνθώ, όταν μια ανεπανάληπτα τσιριχτή φωνή πάγωσε το βηματισμό μου, "Συγγνώμη! Θα μπορούσες να μας βγάλεις μια φωτογραφία μαζί;", γύρισα πίσω και είδα την ξανθιά κοπέλα με το πιο πλατύ φωτεινό χαμόγελο που θα μπορούσε να επιστρατεύσει κανείς, να με κοιτάζει ανυπόμονα.
Μετέθεσα το βάρος μου, άβολα, από το ένα πόδι στο άλλο. Δεν έχω κοινωνικό άγχος, αλλά νιώθω άβολα να αλληλεπιδράω με ξένους. Ακόμη και με τον ταμεία στο σούπερ μάρκετ ιδρώνουν οι παλάμες μου. Είναι πρόβλημα.
"Απλά χαμόγελα Κύνθια, δεν γνωρίζεις κανέναν, και δεν σε γνωρίζει κανένας! Εδώ είσαι μια άγνωστη!", ψιθύρισε στο αυτί μου φωναχτά, ώστε να ακουστεί πάνω από την εκκωφαντικά δυνατή μουσική της παμπ. Και αυτό έκανα. Χαμογέλασα και τον είδα να χαμόγελα πιο λαμπερά.
"Ναι εννοείται!", απάντησα κοφτά με ένα συγκροτημένο, φιλικό χαμόγελο, αφού διαπίστωσα πως η κοπέλα με κοιτούσα απορημένη, από την αναμονή απάντησης.
Έτρεξε βαθμηδόν δίπλα στην φίλη της και περίμενα υπομονετικά να βρουν τα σωστά προφίλ τους και να κοιτάξουν την κάμερα.
"Αυτό αξίζει μια φωτογραφία! Εσυ σε παμπ; Με δυνατή μουσική; Με κόσμο που δεν γνωρίζεις και ένα μισοτελειωμένο ποτό στο χέρι; Πρέπει να μείνει στην ιστορία αυτού του κόσμου το αποψινό βράδυ!", πέρασε το μεγάλο χέρι του στον ώμο μου και έγειρε το κεφάλι του στο δικό μου, τα καστανά μαλλιά μου μπλέχτηκαν με τα πυκνά δικά του και ένιωσα την θέρμη του κορμιού του να ξεχύνεται σε κάθε χιλιοστό του παγωμένου δικού μου. "Μόνο μια!", γκρίνιαξα παιχνιδιάρικα και γέλασε βαθιά, τόσο βαθιά που ένιωσα το γέλιο αυτό να τυλίγει το σώμα μου, σπιθαμή προς σπιθαμή, κάνοντας το δικό του. Γιατί πράγματι ήμουν δίκη του, από την πρώτη στιγμή που τα μάτια μας διασταυρώθηκαν ανάμεσα σε ένα πλήθος με τόσα αλλά. Από το πρώτο «Γεια», έως το τελευταίο «Αντίο», ήμουν δίκη του.
